8310 - Ο μεγάλος όρκος.
Ν. Λυγερός
-Γιατί κανείς δεν μας έμαθε τον μεγάλο όρκο;
-Διότι όλα πιστεύουν ότι είναι άχρηστος.
-Μα αυτός δεν προφύλαξε την Φιλική Εταιρία;
-Αυτός, ναι, αυτός.
-Αυτό είναι ήδη σημαντικό από μόνο του, διότι δίχως τη Φιλική Εταιρία δεν θα υπήρχε επανάσταση.
-Και μπορεί να ήμασταν ακόμα σκλαβωμένοι, με τόσους ραγιάδες που υπήρχαν και που βλέπουμε.
-Όλα αυτά δεν έχουν πια σημασία.
-Τι έχει τότε;
-Ότι εμείς δεν τον ξεχάσαμε.
-Ακόμα κι αν πέρασαν διακόσια χρόνια από τότε.
-Μα εμείς είμαστε λίγοι.
-Λίγοι αλλά σπάνιοι, όπως και τότε.
-Και αυτή η σπανιότητα αρκεί;
-Όχι δεν αρκεί.
-Τότε;
-Γι’ αυτό είναι απαραίτητο το έργο.
-Σωστά είναι αναγκαίο.
-Αλλιώς δεν υπάρχουμε για την πατρίδα.
-Αλλιώς δεν υπάρχουμε απλώς.
-Θα μπορούσαμε όμως να τον μάθουμε σε άλλους.
-Ή τουλάχιστον να τον διαβάσουν.
-Για να ξέρουν.
-Είναι και αυτό σημαντικό.
-Ναι, αλλά γιατί τώρα.
-Διότι τώρα υπάρχει ανάγκη.
-Στα δεινά είναι απαραίτητος.
-Μα γιατί;
-Θα δώσει κουράγιο στους δικούς μας.
-Τώρα τα Χριστούγεννα;
-Είστε σίγουροι;
-Ακόμα και τώρα υπάρχει η αναζήτηση.
-Γιορτάζουν όλοι οι χριστιανοί.
-Τουλάχιστον να ξέρουν ότι έδωσαν μάχες για αυτό.
-Αλλιώς θα είχαν ψοφήσει όλοι.
-Μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία.
-Όταν πάλευαν οι ιππότες της δικαιοσύνης…
-Και οι κλέφτες της ανάγκης…
-Για ένα σταυρό !
«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.
Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.
Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.
Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.
Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.
Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.
Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.
Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.
Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.
Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς ! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».