8268 - Η αναγνώριση του κοινού (με Β. Ευαγγελίου).
Β. Ευαγγελίου, Ν. Λυγερός
Ένα τραπέζι ξύλινο. Μία καρέκλα. Ο ένας φίλος κάθεται στην καρέκλα. Ο άλλος στα γόνατα και διαβάζουν από ένα βιβλίο ο καθένας.
– Θες να σου δώσω το βιβλίο μου ή προτιμάς την καρέκλα μου;
– Εξαρτάται από τον τίτλο του βιβλίου σου !
– “Τα Λιγαπάτητα” είναι ο τίτλος.
– Τότε δώσε μου το βιβλίο σου !
Παίρνει το βιβλίο, αλλά δεν αλλάζει θέση. Σηκώνεται ο φίλος του και του δίνει και την καρέκλα. Ξαναγυρίζει και κάθεται όπως καθόταν πριν ο φίλος του.
Τον κοιτάζει με μειδίαμα και του λέει:
– Διότι μόνο αν τυχόν έρθεις στη θέση του άλλου, μπορείς να τον νιώσεις..
– Πώς είναι δυνατόν να το πιστεύεις αυτό. Εσύ είσαι μαύρος κι εγώ λευκός… Πώς θα το κάνουμε εκτός αν παίξουμε σκάκι.
– Θα κάνουμε κάτι πιο σπάνιο. Άλλωστε αποκλείεται να κάτσω να παίξω σκάκι μαζί σου. Οι φήμες κάποτε, έλεγαν ότι εσύ εφηύρες τον ήχο ΜΑΤ και ότι μπορείς να τον προφέρεις στον αντίπαλο, μέχρι να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα καμιά δεκαριά φορές.. Δείχνει να φοβάται, να υστερεί. Εγώ θα βουτήξω σε κάτι λευκό κι εσύ σε κάτι μαύρο! Ακούω ιδέες..
– Πάρε τη Λευκορωσία κι εγώ τη Μαύρη Θάλασσα. Βέβαια έχουμε σοκολάτα και μελάνι αν προτιμάς.
– Η Λευκορωσία είναι σχετικά επίπεδη χώρα, χωρίς μεγάλα βουνά, οπότε δεν μου δημιουργεί ενδιαφέρον, άσε που έχει 11.000 λίμνες. Οπότε δε θα ξέρω σε ποια να πρωτοβουτήξω! Όσο αφορά την Μαύρη Θάλασσα, ακούγεται φιλόξενη, αλλά δε θέλω να σε αφήσω με ένα τόσο δυνατό θηλυκό! Μας τέλειωσαν τα λευκά σοκολατάκια, οπότε θα φάμε μαζί κάτι ασπρόμαυρο! Τότε όχι μόνο θα έρθουμε στην θέση του άλλου, αλλά θα συνεχίσουμε να είμαστε και στην προηγούμενη! Κόβει μία σελίδα του βιβλίου του φίλου του και την ξανακόβει στην μέση. Του δίνει την μισή και ξεκινούν να την τρων. Μην ανησυχείς του λέει μπουκωμένος η σελίδα αυτή, είχε λάθη!
– Κι αν τρώγαμε τα παπούτσια μας δεν θα σου θύμιζε ασπρόμαυρη ταινία…
– Περισσότερο, όταν θα μέναμε ξυπόλυτοι!
– Ναι, αλλά θα είχαμε spagetti με τα κορδόνια μας…
– Σκέφτεται. Αν ήμασταν σε ασπρόμαυρη ταινία φυλακισμένοι, θα μας τα είχαν πάρει όμως..
– Μπα, δεν πιστεύουν ότι μπορούμε ν’ αυτοκτονήσουμε μαζί. Εκτός αν είχαμε μυστικό δείπνο.
– Ναι, αλλά το ότι θα φάμε τα παπούτσια μας, δεν είναι ένα αρκετά μυστικό δείπνο; Αφού ούτε οι ίδιοι δεν θα το ξέραμε, μέχρι εκείνη την στιγμή!
– Όχι, βέβαια αλλιώς πώς θα γίνουμε πατατοφάγοι ;
– Χαμογελά. Μου θύμισες τον φίλο σου τον φοβιστή! Έχεις πάει περισσότερες φορές στην Ολλανδία ή στον Ολλανδό; Πάντως αν τυχόν αυτή την στιγμή, είμαστε νεκροί, ίσως εξαπλωθούμε ραγδαιότερα από όσο ήμασταν εν ζωή.. Σκέφτεται και παραμιλάει. Άλλο και τούτο πάντως.. Να πρέπει να πεθάνεις, για να αρχίσεις να ζεις στον κόσμο..
– Εννοείς τον ιμπρεσιονιστή… Στον Ολλανδό βέβαια. Αυτό σκέφτηκε και αυτός. Αλλά εδώ έχουμε άλλο πίνακα να δημιουργήσουμε ! Το ξέχασες ήδη; Πέρα από το θάνατο, για τη ζωή.
– Ξεχνιέται η ζωή; Απέναντι μου σε έχω!
– Εμείς ναι διότι είμαστε άνθρωποι αλλά σκέψου και τα άτομα που την ξεχνούν συνεχώς και νομίζουν ότι ζουν ενώ επιβιώνουν μόνο.
– Και το “βιώνουν” πολύ τους πέφτει..
– Γι’ αυτό πρέπει να ξυπνήσουμε αυτούς που δεν ξέρουν ότι ξέρουν… Μάλλον γι’ αυτό το λόγο μας βάζει να μιλάμε ο σκηνοθέτης…
– Δηλαδή σ’ αυτό το όνειρο υπάρχουν και θεατές;
– Αυτό κι αν είναι μια ιδέα… Κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι πέρα από τη σκηνή μας…
Κοιτάζουν προς την πλατεία και οι δύο. Πηγαίνουν πιο κοντά προς το κοινό. Κατεβαίνει ο ένας φίλος και κάθεται στο κοινό.
– Τώρα σίγουρα έχεις κοινό! Σου φτάνει ο ήχος που θα προκαλέσει ο ένας θεατής, χειροκροτώντας σε;
– Τι μοναδικό και φιλικό κοινό. Για χειροκρότα λίγο για να δω πως νιώθουν οι ηθοποιοί… Ο άλλος χειροκροτά. Ένα χαμόγελο εμφανίζεται πάνω στη σκηνή. Ακόμα λίγο… Το ίδιο. Τώρα κατάλαβα. Είναι ωραίο αλλά δεν επαρκεί… Θα νιώθουν ότι κάτι λείπει…
– Χμ! Λοιπόν άκου τι θα κάνουμε! Θα πω στο κοινό του ονείρου να χειροκροτήσει, για να δούμε τι θα νιώσεις ως ηθοποιός. Λέει στον κόσμο να χειροκροτήσουν. Το άκουσες;
– Το άκουσα και σ’ ευχαριστώ. Αλλά δεν σου φάνηκε λίγο τεχνητό… Τόση ώρα δεν λένε τίποτα και τώρα χειροκροτούν επειδή τους το είπες. Δεν είναι παράλογο; Μήπως τους χειραγώγησες; Για να δω αν μπορώ και εγώ να τους κάνω το ίδιο για σένα… Κάνει το ίδιο, αλλά τίποτα. Αντιδρούν μαζί μου. Μήπως επειδή δεν μπορούν να το κάνουν. Τους κοιτάζει όλους. Λες… Με υπονοούμενο. Πού πήγαν οι τσολιάδες ;