7530 - Παρτιτούρα χρόνου
Ν. Λυγερός
Ο δάσκαλος έπιασε την παρτιτούρα του χρόνου. Η μουσική του θα κατέγραφε την ιστορία της σιωπής για εκείνους που θα μπορούσαν να τη διαβάσουν. Το φτερό πλήγωσε πάλι το πεντάγραμμο. Κάθε νότα είχε το βάρος της κι αντιπροσώπευε τις μνήμες της ιπποσύνης από τότε που το γαλάζιο είχε αγγίξει το ερυθρό για να δημιουργήσουν τη βελανιδιά. Χίλια χρόνια μέσα σε μια παρτιτούρα. Φαινόταν αδιανόητο. Κανένας δε θα μπορούσε να το πιστέψει. Αυτός ήταν ο λόγος της ύπαρξης αυτής της σύνθεσης. Οι μαύρες νότες ήταν τα ίχνη του ίππου πάνω στη γη του χρόνου, τα νησιά της θάλασσας. Ο καλπασμός του ιππότη δίχως πανοπλία δεν ήταν πια σιωπηλός για όσους ήξεραν να αγγίζουν τους τάφους με τους σταυρούς. Τα μέτρα του δασκάλου άλλαζαν με την πάροδο του χρόνου για να δώσουν ενδείξεις και στίγματα στους μαθητές. Οι λευκές νότες ήταν μάχες που είχε δώσει μέσα στους σκοτεινούς αιώνες, για να μην σβήσει το φως της ανθρωπότητας. Χρησιμοποιούσε και διακριτικά στοιχεία για να δώσει έμφαση στους στόχους που είχαν υλοποιηθεί, ακόμα κι αν εκείνη την εποχή όλοι οι άνθρωποι τους έβλεπαν ως ουτοπίες, ενώ μόνο αυτές είχαν καταφέρει να αλλάξουν και τις πιο δύσκολες πραγματικότητες. Για να αποδώσει την πολυπλοκότητα της δράσης και την πολυφωνική μνήμη, δεν έκανε χρήση μιας τονικής γραφής. Έτσι η σύνθεση του άντεχε και τις διακλαδώσεις του χρόνου. Όλοι οι δάσκαλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε γραμμική καταγραφή των γεγονότων αλλιώς πώς να χωρέσει η πολυκυκλικότητα του χρόνου; Όταν τελείωσε τη σύνθεση του, πήρε την παρτιτούρα του κι έφυγε να βρει το φίλο του το μουσικό, ο μόνος ικανός να παίξει το έργο του. Είχε απομονωθεί από την κοινωνία εδώ και χρόνια σ’ ένα χωριό της Γαλλίας. Εκεί τον βρήκε με το όργανό του. Τον περίμενε. Σε αυτόν θα επέστρεφε και μετά… Ακούμπησαν τα δύο μέτωπά τους κι ένιωσε ο ένας τον άλλον, όπως παλιά. Ήταν στο ίδιο μέτωπο: Ο δάσκαλος και ο μουσικός. Πήρε την παρτιτούρα, δίχως να τη διαβάσει. Ήξερε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Δεν είχαν βρει έτοιμους μαθητές κι έπρεπε να ξαναβρεθούν σε μία άλλη εποχή. Κοίταξε μία τελευταία φορά το φίλο του κι έφυγε γρήγορα. Δεν έπρεπε να τους βρει μαζί το κτήνος. Οι πέτρες του μονοπατιού πονούσαν. Δεν περίμεναν τίποτα πια, εκτός από το πέρασμα του χρόνου. Ήξεραν ήδη για το θάνατο του ιππότη δίχως πανοπλία. Και το κτήνος είχε ήδη βρωμίσει το μεσαιωνικό χωριό. Συναντήθηκαν στην πλατεία με το δέντρο. Εκεί έπεσε ο δάσκαλος δίχως μαθητές κι έκλεισε αυτό το κλαδί του χρόνου. Το κτήνος τον άφησε νεκρό, για να σαπίσει το κορμί του. Τότε ο φίλος του ο μουσικός έπαιξε τις πρώτες νότες του έργου του. Η ιστορία της σιωπής, την πρώτη πράξη της παρτιτούρας του χρόνου κι άρχισε το θρύλο των χαμαιλεόντων.