7527 - Δίπλα στο απέραντο γαλάζιο
Ν. Λυγερός
Οι εικόνες πάνω στις πέτρες έλεγαν περισσότερα για τον κόσμο της σιωπής δίπλα στο απέραντο γαλάζιο, μόνο που οι μαθητές δεν ήταν όλοι έτοιμοι. Κοίταζαν τους χάρτες, αλλά δεν έβλεπαν τις εικόνες. Δεν ήξεραν να διαβάζουν το παρελθόν πάνω στα σύνορα, ούτε το μέλλον πάνω στα διαγράμματα. Το όραμα υπήρχε, αλλά δεν είχαν ακόμα το αδιανόητο. Έτσι ο δάσκαλος έγραψε πάνω στο αόρατο την έννοια του λόγου πέρα από το παράλογο, εκεί που βρίσκεται το παράδοξο. Διότι η σελήνη ήταν πιο κοντά από τη γη, άσχετα αν δεν το αντιλαμβάνονταν όλοι. Αυτές τις εικόνες είχε στο νου του ξεφυλλίζοντας τις πρώτες σελίδες του έργου. Είχε έρθει από το παρελθόν, για να του δώσει στοιχεία για το μέλλον. Ένας άλλος δάσκαλος διαβάζοντας τους νεκρούς είχε γράψει για τους αγέννητους. Η ακολουθία δεν είχε πάψει. Όλους αυτούς τους αιώνες οι ιππότες την είχαν υποστηρίξει στους Αγίους Τόπους, στην Κύπρο, στη Ρόδο και στη Μάλτα. Μόνο που οι μαθητές δεν ήξεραν από ιππότες. Η ιπποσύνη ήταν ακόμα μία αφαιρετική έννοια. Γι’ αυτό το λόγο δεν τους πήγε στο κάστρο, θα έβλεπαν μόνο πέτρες κι όχι τα ερείπια του αγώνα τους, θα έβλεπαν μόνο τη λήθη κι όχι τα ίχνη της μνήμης. Δεν ήταν ακόμη έτοιμοι ν’ ανεβούν. Πήγαν όμως στο λιμάνι, για να δουν το γαλάζιο από κοντά. Πάνω του ο δάσκαλος έβλεπε τους δικούς του να επιπλέουν πάνω στους σταυρούς τους μέσα στο βαθύ κόκκινο. Δεν είπε τίποτα όμως για την ιστορία της σιωπής. Τα δάκρυα δεν θα άλλαζαν τίποτα. Η επόμενη σελίδα τόν επανέφερε στον αγώνα. Ήταν όλοι μαζί και τραγουδούσαν. Πάντα έτσι γινόταν πριν δώσουν τη μάχη. Μπορεί και να ήταν η τελευταία φορά. Κανείς δεν ήξερε εκτός από… Απλώς δεν ήταν η ώρα. Κι εκείνοι ως ωραίοι ήταν πάντα στην ώρα τους για τη θυσία. Είχαν το χέρι τους στο αφτί, όπως έλεγε η παράδοση, για ν’ ακούν όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και τους άλλους. Κι ενώ όλοι τραγουδούσαν, ο χρόνος άλλαξε. Όλοι ήταν στο λιμάνι με τους ντόπιους, για να μοιραστούν τη χαρά της ζωής. Ποιος όμως έδινε την πρέπουσα σημασία σ’ αυτό που γινόταν εκείνη τη στιγμή; Η επαφή έγινε με τον πιο απλό τρόπο, δίπλα από το απέραντο γαλάζιο που ήθελε να γίνει μία μαύρη θάλασσα. Για τ’ αστέρια τίποτα δεν είχε αλλάξει και το μισοφέγγαρο είχε την ίδια σημασία. Η νύχτα ήταν πάλι μαύρη. Μα είχε το ίδιο χρώμα με το βιβλίο. Το αόρατο δεν ήταν νέο… Η νοημοσύνη είχε αφήσει το στίγμα της σε πολλές άνισες μάχες, παλιές ουτοπίες που άνηκαν πλέον στη τωρινή πραγματικότητα. Το λιμάνι δεν περίμενε μόνο καράβια, αλλά και ιπταμένους. Η νέα μοντελοποίηση της πραγματικότητας με την εισαγωγή του παρελθόντος θύμιζε τη φωτογραφία του 1920. Έξω από το γραφείο άκουσε για πρώτη φορά τα τζιτζίκια. Ο ήλιος χτυπούσε δυνατά τη γη. Εκείνος ήταν πάντα μαζί τους. Ήταν όχι μόνο θέμα δικαιοσύνης, αλλά και φωτός. Και το φως φαίνεται καλύτερα τη νύχτα.