7526 - Η ιστορία της σιωπής
Ν. Λυγερός
Ο δάσκαλος δεν άφησε το βιβλίο να πέσει. Είχε δώσει την πρώτη μάχη του με τη λήθη. Και τώρα είχε μπροστά του τους πέντε δερμάτινους τόμους. Υπήρχαν λοιπόν, δεν ήταν φήμη. Είχαν χαθεί μέσα στους αιώνες και κανείς πια δεν πίστευε στην ύπαρξή τους. Όμως οι μαθητές του, οι οποίοι δεν ξεχνούσαν τα λόγια του, μόλις ανακάλυψαν ότι οι αναφορές του ζούσαν μέσα στα βιβλία, έψαξαν γι’ αυτά ακόμα και στο νέο κόσμο. Δεν ήταν το πρώτο παράδοξο που τους είχε βάλει να λύσουν. Το νέο εμπεριείχε και το παλιό, μόνο που λίγοι το ξέρουν. Δεν ήταν σίγουροι για την αποστολή τους και δεν είπαν τίποτα στην αρχή. Δεν ήθελαν να τον απογοητεύσουν. Δεν γνώριζαν ότι αυτή η έννοια δεν είχε νόημα για τους δασκάλους αφού ξέρουν ότι ξέρουν. Κι έτσι περίμεναν μέρες και μέρες μέσα στην αγωνία. Μόνο όταν έφτασαν στον προορισμό τους θέλησαν να μάθουν για την κατάσταση τους, αλλά δεν τόλμησαν να ανοίξουν το κρυφό δέμα. Έπρεπε να το ακουμπήσει πρώτα ο άλλος. Έτσι έλεγε ο κώδικας της ιπποσύνης. Κι έτσι έγινε δίπλα στο πάρκο. Και το 1764 άγγιξε το παρόν μέσω του γέροντα. Το δέρμα με τις πληγές του είχε προστατέψει το χαρτί, και το χαρτί έφερε στα χέρια του το μήνυμα του πρόσφατου παρελθόντος. Οι επόμενοι είχαν γράψει για τους μεθεπόμενους που προερχόταν από πολύ πιο παλιά, όπως έλεγε ο παράξενος θρύλος. Κανείς πριν το δάσκαλο δεν τους είχε μιλήσει για τις μάχες του νησιού. Δεν ήξεραν για τις θυσίες τους και το παράδειγμα που αποτελούσε. Έτσι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ένα νησί ήταν ικανό να αποτρέψει μία αυτοκρατορία, με την πυγμή των ανθρώπων του, δίχως καμία άλλη βοήθεια. Κι όταν έμαθαν για τα γεγονότα δεν επινόησαν την εξήγηση. Η ύπαρξη των δασκάλων ήταν τόσο σπάνια για αυτούς… Δεν χωρούσε στο μυαλό τους ότι όλη η ανθρωπότητα δεν είχε κανένα άλλο στήριγμα. Πάνω στο ξύλινο γραφείο ο δάσκαλος έβαλε τα δέρματα της Ολλανδίας και κράτησε τον πρώτο στο χέρι. Εξέτασε με προσοχή την αφιέρωση. Ήταν γνήσια. Του θύμισε τα κείμενα του κάστρου. Είχαν το ίδιο ύφος. Μόνο το σπαθί πάνω από το τζάκι έλειπε. Το οικόσημo ήταν στη θέση του εδώ κι αιώνες. Κι η πανοπλία αόρατη. Τα γράμματα είχαν το χρώμα της εποχής. Μύριζαν ακόμα, λες κι ήταν στο τυπογραφείο. Έξω άκουγε την κοινωνία του θορύβου, που έσβηνε με τη λήθη. Εκείνος όμως διάβαζε τον πρώτο τόμο. Η παλιά ορθογραφία των γαλλικών, όχι μόνο δεν τον εμπόδιζε, αλλά του θύμιζε το πνεύμα της εποχής, που είχε διασχίσει πριν από αιώνες. Με τις πρώτες σελίδες αναγνώρισε το ύφος του παπά που ήθελε να καταγράψει τα πάντα από το έργο τους. Με αυτόν τον τρόπο γράφτηκε η ιστορία της σιωπής.