7305 - Τα αλητάκια της ανθρωπιάς
Ν. Λυγερός
Βλέπουμε ένα παραδοσιακό καφενείο κι ακούγεται ένα μπουζούκι να παίζει το τραγούδι: Ένας αλήτης πέθανε. Όταν ανοίγει εντελώς η σκηνή, βλέπουμε έναν οργανοπαίκτη στη γωνία. Πριν τελειώσει καλά καλά, εισέρχεται στο καφενείο μία ομάδα άτακτων παιδιών.
Αλέξανδρος: Πού θα παίξουμε σήμερα;
Ευτύχης: Δείχνοντας ένα τραπέζι στο κέντρο. Σ’ αυτό, σ’ αυτό.
Kλάους: Κάθομαι εδώ!
Γιάννης: Πάλι;
Άννα: Αφού του φέρνει γούρι…
Φιορέλα: Αφού δεν παίζετε με λεφτά… Τι πειράζει;
Κώστας: Επειδή δεν πειράζει, το λέει! Γελάνε όλοι. Γιατί αν πείραζε, θα σου έλεγα εγώ…
Δέσποινα: Ακόμα να φτάσουν οι άλλοι…
Έρχονται δύο παιδιά επιπλέον.
Μανώλης: Φτάσαμε!
Ερμής: Κι εσείς μάς ψάχνετε;
Αλέξανδρος: Ποιος άλλος σας ψάχνει;
Μανώλης: Η κακούργα η κοινωνία!
Ερμής: Πάψε, Μανώλη!
Μανώλης: Μα…
Κλάους: Τι έγινε, παιδιά;
Ερμής: Παραλίγο να μας πιάσουν!
Γιάννης: Ποιοι;
Ερμής: Τα όργανα!
Μανώλης: Οι τσιτσιφιόγκοι…
Άννα: Μα τι κάνατε;
Ο οργανοπαίχτης αρχίζει να παίζει: Που ‘σαι Θανάση; τραγουδάει και τα παιδιά του συνοδεύουν το ρεφραίν.
Φιορέλα: Πάλι παίζετε Θανάση !
Ερμής: Η παράδοση, παράδοση !
Κωστής : Καλά κάνουν! Εδώ παίζει όλη η κοινωνία μαζί μας κι οι άλλοι δεν λένε τίποτα.
Άννα : Μήπως τα παραλέτε;
Ερμής: Δεν έχουμε τέτοιες πολυτέλειες! Η πιάτσα είναι πιάτσα κι ας λέει η κοινωνία.
Μανώλης: Μας έλειπε ο Θανάσης!
Αλέξανδρος: Έτσι είναι οι φίλοι! Λοιπόν, παίζουμε;
Ερμής: Βέβαια. Φέρτε τράπουλα!
Μανώλης: Θα παίξουμε με την τύχη μας!
Ερμής: Στη μνήμη του Θανάση.
Μανώλης: Που πέθανε για μας…
Αλέξανδρος: Δεν ήξερε να κάνει και τίποτα άλλο. Γέλιο.
Κάθονται όλοι γύρω απ’ το τραπέζι. Τα κορίτσια πάνε προς τον οργανοπαίχτη.
Κλάους: Αφού ξέρετε ότι δεν δέχεται παραγγελίες.
Γιάννης: Κάνει πάντα ό,τι γουστάρει!
Ο οργανοπαίχτης κάνει νόημα με το κεφάλι.
Και μιλιά δε βγάζει.
Κωστής: Έτσι είναι οι βουβοί!
Αλέξανδρος: Δεν είναι βουβός, απλώς αποφάσισε να ζήσει με τη σιωπή του.
Κωστής: Μα είναι ζωή αυτό;
Φιορέλα: Αυτό είναι ζωή! Όλα τα άλλα είναι εξάρτηση!
O μουσικός αρχίζει να παίζει το Άπονη ζωή.
Μανώλης: Και τώρα πώς θα παίξουμε με τέτοιο κομμάτι;
Αλέξανδρος: Δεν αλλάζουν τα χαρτιά!
Ερμής: Κι αν η τράπουλα είναι σημαδεμένη;
Αλέξανδρος: Πάντα είναι! Απλά, ποιος το προσέχει;
Κλάους: Και πώς θα σπάσουμε πλάκα;
Αλέξανδρος: Όπως κάνεις από παιδί.
Άννα: Δεν θα το αντέξω αυτό!
Γιάννης: Κι εμείς να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε! Στο κάτω κάτω της γραφής, η φτώχεια δεν αλλάζει.
Κλάους: Σωστά!
Μανώλης: Έτσι μπράβο παιδιά!
Ερμής: Τι σου κάνει η σιωπή!
Μανώλης: Κι η μουσική!
Φιορέλα: Κερνάμε εμείς!
Μανώλης: Τι πράγμα; Κερνάνε οι γυναίκες;
Ερμής: Αυτές δεν είναι..
Μανώλης: Τι;
Ερμής: Καρακάξες! Ας μας κεράσουν!
Μανώλης: Εντάξει, εντάξει!
Άννα: Έψα για όλους!
Μανώλης: Κοίτα λεβεντιά οι γυναίκες!
Αλέξανδρος: Πάλι καλά που έχουμε κι αυτές…
Γιάννης: Γιατί;
Αλέξανδρος: Αδέλφια θέλουμε, όχι αδελφές. Αμάν πια. Αλλιώς, ποιος θα κρατά τον μπαγλαμά;
Ο μουσικός αρχίζει Τα ματόκλαδά σου λάμπουν.
Φιορέλα: Αυτό είναι για μας!
Τα κορίτσια αρχίζουν να χορεύουν. Και τα αγόρια σηκώνονται από το τραπέζι αφήνοντας την τράπουλα.
Μανώλης: Τι σου κάνουν οι γυναίκες!
Γιάννης: Δείχνουν το παράδειγμα… σε μια κοινωνία του κουτσομπολιού και της παρέας.
Κωστής: Δεν είναι λίγο βαρύ αυτό;
Γιάννης: Άλλο είναι βαρύ… Αλλά άστο… Δεν βλέπεις τι κάνουν με την πατρίδα μας;
Κωστής: Και τι κάνουν με την πατρίδα;
Γιάννης: Μπερδεύουν ακόμα και τις βούρτσες. Τουλάχιστον με τις γυναίκες δεν ψαχνόμαστε.
Κωστής: Έχεις δίκιο… Ειδικά στις διεθνείς σχέσεις.
Αλέξανδρος: Νομίζουν ότι τρώμε κουτόχορτο.
Κλάους; Αλλά εμείς δεν μασάμε!
Ερμής: Είμαστε τα αλητάκια της ανθρωπιάς!