7195 - Bis repetita placent
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
Ο Hervé τούς περίμενε ήδη.
Αυτή ήταν η αίσθησή του, τη στιγμή που μπήκαν στην αίθουσα.
Δεν ήταν βεβαίως μια σχολή ξιφασκίας αλλά είχε εκείνο το χαρακτηριστικό χρώμα. Δεν ήταν μόνοι αυτή τη φορά. Κι άλλοι μαχητές είχαν έρθει να τους ξαναβρούν. Η επανάληψη της ιστορίας.
Οι Ιππότες.
Οι Ιωαννίτες.
Και οι ένοπλοι άνθρωποι.
Όλοι τους ήταν έτοιμοι να δώσουν μάχη, πριν όμως έπρεπε να κάνουν πρόβα. Επρόκειτο για αίθουσα χορού μ’ ένα μαύρο κάθετο πιάνο, τοποθετημένο σε μια γωνία για να μην ενοχλεί. Ήταν όπως και τα ερείπια του αρχαίου ναού. Ο φίλος του πήρε θέση στο πιάνο κι εκείνος κάθισε δίπλα του, όπως κάποιος που γυρίζει τις σελίδες.
Μόνο που ήταν οι σελίδες της ιστορίας.
Η παρτιτούρα ήτανε παράξενη. Δεν περιελάμβανε νότες. Ήταν μόνο της καθαρής σκέψης.
Αυτό δεν τον εξέπληξε, διότι γνώριζε τον φίλο του τον μουσικό, που ήταν κι εκείνος ικανός ν’ ακούει τη σιωπή.
Έβαλε τα χέρια του πάνω στο πιάνο.
Μνήμη μέλλοντος.
Το απαραίτητο ήταν εδώ, μαζί τους για να διασχίσει τον Χρόνο και ν’ αγωνιστεί κατά της βαρβαρότητας.
Ο πόνος ήταν αβάσταχτος.
Ήταν ζήτημα ανάγκης.
Και η ανάγκη τούς χτύπησε σκληρά από τις πρώτες νότες.
Δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη σκληρότητα του καθήκοντος για μία απλή πρόβα.
Bis repetita placent.
Ήταν το βάρος του φωτός, εκείνο που έπρεπε ν’ αντέξουν για να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις απέναντι στον παντοτινό εχθρό. Σ’ αυτό το παράξενο ντουέτο για πιάνο, ένιωθαν στα κατάβαθα της ψυχής τους τον αγώνα του φωτός ενάντια στο σκοτάδι. Να γιατί η πρόβα αυτή ήταν απαραίτητη για τους μαχητές που παρέμεναν όρθιοι μέσα στον Χρόνο.
Το τάγμα έλαβε θέση.
Η παρτιτούρα δημιουργούταν σταδιακά, όπως και το πεπρωμένο τους.
Κοίταζαν τους μαχητές τους. Ήταν όλοι τους με δάκρυα στα μάτια, συνειδητοποιώντας τώρα την αξία του αγώνα τους. Όχι πως είχαν αμφιβολίες στο παρελθόν, αλλά δεν γνώριζαν αυτή τη μνήμη μέλλοντος, και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος και το μέγεθος της θυσίας.
Ήταν μόνο με την ακρόαση της μουσικής που αντιλήφθηκαν πραγματικά αυτήν την σκέψη.
Η προφητεία γινόταν έτσι πραγματικότητα μπροστά στα μάτια τους εδώ και χρόνια.
Η ιδέα αυτή ήταν η αιτία των δακρύων τους, όμως δεν ήταν το τέλος του πόνου τους. Μέσω της παρτιτούρας, μάθαιναν να υποφέρουν, όχι για τους εαυτούς τους, αλλά αποκλειστικά για τους άλλους. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να τους προετοιμάσει, για να τους εξασκήσει. Δεν τολμούσαν να προσεγγίσουν το πιάνο, λες κι αντιλαμβάνονταν πως o μαύρος πολεμικός ίππος ανήγγελλε την έναρξη της χρονικής μάχης.
Όλο αυτό φαινόταν αδιανόητο για τους μαχητές. Εκείνοι που είχαν τη συνήθεια να δρουν και να κινούνται μέσα στον χώρο ήταν κατά κάποιο τρόπο αποσβολωμένοι, σαν να ήταν καρφωμένοι στη θέση τους από τη σκέψη του Χρόνου.
Προχωρούσαν τώρα μέσα στη νύχτα, όπως τα μαύρα φώτα για να λάβουν τις θέσεις τους πάνω στο νησί αυτό του Αιγαίου Πελάγους.
Αυτός ήταν ο σκοπός των ακίνητων ανθρώπων, που κάθονταν μπροστά στο πιάνο.
Προχωρούσαν ταυτόχρονα. Και η δημιουργία τους έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια των ένοπλων ανθρώπων, που ποτέ τους δεν είχαν δει από τη θέση αυτή τους Υπηρέτες της Ανθρωπότητας.
Ο Georges έφτασε εκείνη τη στιγμή.
Δεν είχε κάνει θόρυβο, όμως το πέρασμά του έγινε αντιληπτό από τον Δάσκαλο. Δεν διέκοψε τον φίλο του. Δεν ήταν η στιγμή.
Κατάλαβε ωστόσο ότι κάτι είχε αλλάξει. Τα πιόνια έμπαιναν στη θέση τους πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί, σαν να υπήρχε επείγουσα ανάγκη. Κοίταξε προς τα έξω από το παράθυρο. Η νύχτα ήταν μαύρη.
Έπρεπε να επιστρέψει στο καταφύγιο για να προκαλέσει zugzwang.