Το τρίτοξο γεφύρι περίμενε τη σύγκρουση των όπλων. Τα τρία τόξα θα σήκωναν όλο το βάρος της μάχης. Οι κατακτητές το φύλαγαν εδώ και χρόνια. Κι αυτό περίμενε την ώρα της απελευθέρωσής του. Όλο το μέρος μύριζε σίδερο και μπαρούτι. Ο ποταμός ούρλιαζε ανάμεσα στα τόξα. Τα παλληκάρια σάλεψαν όταν είδαν τη μαύρη στρατιά. Είχαν μαζέψει όλα τα ασκέρια της περιοχής για να αποκρούσουν τον θρύλο. Όμως οι άγιοι τον περίμεναν με τ’ άρματά τους. Τα πέτρινα δόντια του γεφυριού δάγκωναν τον ουρανό. Οι δικοί μας είχαν πιάσει τις κορφές των βουνών ενώ οι άλλοι περικύκλωναν τα τρία τόξα. Η μέρα δεν ήθελε να πέσει πριν τη μάχη και το δειλινό αργούσε. Ο εγγονός είχε μαζέψει όλους τους μαχητές και τα φαντάσματα των βουνών. Έκρουσαν τ’ άρματα και το γεφύρι πήρε φωτιά. Το τύλιξε ο καπνός και χάθηκε πάνω στον ποταμό. Εκείνη τη στιγμή διάλεξε ο κλέφτης για να πιάσει το πρώτο τόξο με τους αγίους. Οι εχθροί τα ’χασαν όταν τους είδαν τόσο κοντά. Κανείς δεν τους είχε αντιληφθεί. Χύμηξαν πάνω τους από όλες τις πλευρές και τα σιδερένια άκρα άρχισαν να σχίζουν τον άνεμο. Η παράξενη χειρολαβή έλαμψε και πάλι και το σπασμένο σπαθί πήρε την εκδίκησή του. Οι άγιοι προχώρησαν και στο δεύτερο τόξο όμως εκεί η αντίσταση έγινε μεγαλύτερη. Τα κορμιά των νεκρών έλουσαν τον ποταμό με το αίμα τους. Η οργή των εχθρών έγινε αβάσταχτη κι οι άγιοι πολεμιστές άρχισαν να λυγίζουν. Έγιναν ένα με το γεφύρι. Τότε ρίχθηκαν στη μάχη ο εγγονός με τους ελεύθερους. Και το κύμα τους παρέσυρε όλη την πλαγιά του βουνού. Η ξερή γη ξεχείλησε πάνω στον ποταμό και τα τρία τόξα τεντώθηκαν με όλη τους τη δύναμη. Όμως οι εχθροί είχαν ήδη απομονώσει τον κλέφτη με τους αγίους στο τρίτο τόξο.