Χιόνιζε πάνω στη μνήμη του λαού κι η λήθη ήταν όλο και πιο βαριά. Μετά από τόσα χρόνια όλα τα κεφάλια θα έπρεπε να είχαν σκύψει κι όμως εκείνα που δεν έμαθαν αυτήν την κίνηση δεν είχαν πεθάνει ακόμα. Κοιτούσαν τη θάλασσα κι έβλεπαν τον ουρανό. Κοιτούσαν την κόλαση κι έβλεπαν τη ζωή. Περίμεναν υπομονετικά κι άντεχαν τα πάντα γιατί ήξεραν τον θρύλο. Δεν ήξεραν αν ζούσε ή όχι, δεν είχε σημασία. Η ύπαρξή του ήταν αρκετή. Τώρα όμως τα χείλη τους χαμογελούσαν και πάλι. Είχαν μάθει τα νέα. Το πνεύμα του κλέφτη είχε αγγίξει τα πρώτα χωριά. Σε λίγο θα ήταν η σειρά τους να τον δουν με τα μάτια τους, να τον αγγίξουν και πάλι και να πιάσουν τα όπλα μαζί του. Πάνω στην παγωμένη γη τους, άκουγαν τα βήματά του. Η φωτιά του έλιωνε το χιόνι της λήθης. Κι ο καθένας ένιωθε την αντίσταση της πατρίδας δίχως να καταλάβει όμως ότι είχε έρθει κι η ώρα του θανάτου, η ώρα της θυσίας. Εκείνη η ώρα που κανένας δεν περίμενε και πάντα ερχόταν. Ο θρύλος κοίταζε τη λαβωμένη γη. Έπιασε μία χούφτα και την έβαλε στο στόμα του. Η μνήμη του δάγκωνε τη λήθη κι ήπιε τους ξεχασμένους διαλόγους. Ήθελε όλα τα κομμάτια του χρόνου. Χούφτωσε την παράξενη χειρολαβή και με το σπασμένο σπαθί χάραξε και πάλι το σύμβολό τους πάνω στην Αγία Τράπεζα της εγκαταλελειμμένης εκκλησίας. Έλιωσε το χιόνι και φάνηκε η πέτρινη μνήμη κάτω από την ουράνια σκεπή. Οι άγιοι των τοίχων έπιασαν τα όπλα τους και ξέφυγαν από τα πέτρινα δεσμά τους. Έπρεπε να πεθάνουν και πάλι για τον λαό τους κι ήταν τώρα έτοιμοι.