Εκείνο το χωριό ήταν γνωστό σε όλους. Η φήμη του είχε περάσει πάνω από τα χιονισμένα βουνά της κατοχής. Εκεί ο κατακτητής δεν μπόρεσε να επιβάλει τον νόμο του. Οι ελεύθεροι, όπως τους ονόμαζαν, δεν άφησαν σε κανένα το δικαίωμα να τους καταπατήσει. Όμως με τα χιόνια είχαν μείνει τόσο λίγοι που προτίμησαν να κρυφτούν στα βουνά. Οι περισσότεροι είχαν πεθάνει διότι κανείς δεν αντιστέκεται στη δύναμη του χρόνου και οι άλλοι είχαν πια γεράσει όταν έφτασε ο εγγονός του κλέφτη. Όλοι τους ήταν μεγάλοι κι η φήμη τους μεγαλύτερη, όμως υποδέχτηκαν τον εγγονό με δέος. Όλοι τους τον είχαν αναγνωρίσει. Δεν αναγκάστηκε να μιλήσει. Όλοι τους ήξεραν τον παππού του. Εκεί είχε γεννηθεί η οικογένειά του. Ποτέ τους δεν τον είχαν δει, όμως όλοι τους θεωρούσαν πως ήταν δικός τους μόλις τον είδαν. Τους μίλησε με σεβασμό και τον άκουσαν προσεχτικά. Διαφωνούσαν, όμως περίμεναν να τελειώσει. Ήθελε να τους πείσει να πιάσουν τα όπλα για άλλη μία φορά. Έλεγε πόσο συμβολική θα ήταν η παρουσία τους στη μάχη. Μα εκείνοι που ήξεραν από σύμβολα δεν απάντησαν. Τόσα χρόνια ζούσαν ολομόναχοι επειδή είχαν αντισταθεί με όλες τους τις δυνάμεις στον κατακτητή. Είχαν θυσιάσει τις οικογένειές τους για ’κείνο τον αγώνα, όμως κανείς δεν τους είχε βοηθήσει όταν γέρασαν. Όλοι θυμόντουσαν τη φήμη τους, όμως είχαν ξεχάσει τους ανθρώπους. Είχαν πια γίνει τα φαντάσματα των βουνών και κανείς δεν τους φοβόταν πια. Όμως έπιασαν τα όπλα τους όταν ο εγγονός τούς είπε ότι ήταν κι αυτός ένα φάντασμα του χρόνου.