Τίποτα δεν είχε ξεχάσει, μόνο τη ζωή του είχε χάσει σ’ αυτόν τον παράξενο αγώνα. Ξανακοίταξε προσεχτικά την παλιά γκραβούρα. Προσπαθούσε να δει αυτό που δεν έβλεπε. Ο χαράκτης είχε βάλει όλο το πνεύμα του κλέφτη μέσα στο έργο του. Η παραμικρή λεπτομέρεια ήταν μια κρυφή ένδειξη. Το μυαλό του σάλεψε. Είχε βρει αυτό που έψαχνε. Ήταν πάνω στην ενδυμασία των κατακτητών. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πάνω στο δεξί μανίκι του βαρβάρου υπήρχε ένα παράξενο σημάδι. Πήρε βιαστικά έναν φακό πάνω στο τραπέζι του δασκάλου του και το κοίταξε με όλη του την προσοχή. Τώρα ήταν βέβαιος. Ο δάσκαλος είχε δίκιο ως ένα σημείο. Είχαν προδώσει τον κλέφτη. Το σημάδι ήταν το στίγμα του προδότη. Μόνο το μυστικό τάγμα το γνώριζε. Ο προδότης ήταν ένας από τους σαράντα. Ο δάσκαλος το ήξερε. Με το σημάδι, ο μαθητής κατάλαβε ποιος από τους σαράντα είχε δώσει τον κλέφτη. Ήταν γνωστός από όλους. Σ’ εκείνη τη θρυλική μάχη ήταν ο μόνος που είχε δείξει δειλία. Και μετά όλοι οι αγωνιστές τον απέφευγαν. Μόνο ο κλέφτης τον κράτησε κοντά του. Ο μαθητής προσπαθούσε να καταλάβει τον λόγο της θανάσιμης προδοσίας, κοιτάζοντας και πάλι το χαρακτικό. Όπως με το πρόβλημα του δασκάλου του, είχε τώρα όλα τα δεδομένα και η λύση δεν ήταν αναγκαστικά μπροστά του. Μπορούσε όμως να τη βρει με τα ίχνη του χαράκτη που είχε κρύψει μέσα στο ξύλο τα δεινά του παρελθόντος. Με τον χρόνο έβλεπε τα φαντάσματα να ζωντανεύουν. Σιγά-σιγά, η μνήμη του γινόταν ένα έργο με όλα του τα παρασκήνια. Το έργο ήταν το παν κι αυτός ένα τίποτα, όμως αυτό το τίποτα εκείνη τη μέρα κατάλαβε το παν.