Όπως το ήξεραν οι φίλοι του, το ήξερε κι αυτή. Ο κλέφτης θα ’ρχόταν να τους βρει όπου κι αν ήταν. Δεν είχε δώσει καμία υπόσχεση. Όμως όλη του η ζωή ήταν μία υπόσχεση κι όλοι το ήξεραν. Ακόμα κι όταν έμαθαν ότι πέθανε, όλοι τον περίμεναν. Ο θάνατος δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Όλες οι χούφτες ζωής ζούσαν με την ελπίδα του ερχομού του. Εκείνος όμως όπως κι η ελπίδα δεν ήλπιζε τίποτα. Το μέλλον θα ήταν το έργο του. Αν υπήρχε ανάγκη, η ψυχή του σαν παγωμένη λίμνη μπορούσε να σηκώσει το βάρος ενός στρατού. Ακόμα και νεκρός αγκάλιαζε τη ζωή. Εν ζωή, η πληγή του ήταν χάδι. Το χέρι του ήταν μία χούφτα φωτός μέσα στη νύχτα. Όλοι το ήξεραν, όμως εκείνη το ένιωθε. Είχε δώσει τη μάχη των κορμιών κι είχε νιώσει τη δύναμη της αγάπης του. Κάθε της σκέψη ήξερε πόσο το ζευγάρι τους ήταν ένας και μόνος άνθρωπος. Όμως εκείνες τις στιγμές όπου τα σώματα γίνονταν ένα μέσα στη νύχτα της κατοχής, όπου έσπαζαν όλα τα όρια των κορμιών, ένιωθε τη μοναδικότητα της ανθρωπιάς του. Κι εκεί που δεν υπήρχαν πια σχέσεις, έβλεπε την έκταση του κόσμου του. Όλες οι κραυγές των εχθρών σώπαιναν μπροστά στη δύναμη της σιωπής. Και μέσα από τα λόγια της και τις σκέψεις του ζωντάνεψε και πάλι η πατρίδα τους. Ήταν η ζωή του και ήταν η ψυχή της. Ήταν τα λόγια του και ήταν οι σκέψεις της. Μπορεί η κατοχή να είχε κλέψει τα άστρα της πατρίδας της, ήξερε πως ο άλλος της εαυτός, ο κλέφτης της νύχτας, θα τα έφερνε και πάλι ένα-ένα πίσω ακόμα κι αν έπρεπε να κάψει τις χούφτες του φωτός.