Ο εγγονός του κλέφτη θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα του κι ήταν σαν να τους έβλεπε μπροστά του όταν έκανε τον γύρο της λίμνης. Κάθε σημείο τού θύμιζε το πρώτο ταξίδι του κλέφτη. Ακόμα και τα τζαμιά ήταν μία μαρτυρία. Ακίνητα από τον τρόμο που προκαλούσε ο κλέφτης στο πέρασμά του, θαύμαζαν την ομορφιά και τη γενναιότητα της αγαπημένης του: τα τριάντα φιλιά του ήλιου που τον συνόδευαν όπου και να πήγαινε ακόμα και στα πιο σκοτεινά μέρη της τουρκοκρατημένης πατρίδας του. Μόνοι τους πάνω στη λίμνη κοίταζαν τον ορίζοντά της. Εγκλωβισμένη μέσα στη γη, έλουζε τη χώρα. Η λίμνη η μόνη που σήκωνε τον ήλιο. Είχε πιεί όλο το βάρος του. Τους έβλεπε αγκαλιασμένους λες και ήταν η ψυχή και η ζωή του ίδιου σώματος. Το δώρο της ζωής κι ο βράχος της ψυχής έβλεπαν πάνω στη λίμνη της μνήμης. Όταν πέρασε πίσω από το νησάκι κι αντίκρισε τα κομμάτια του λαού του, ο πόνος της καρδιάς του έγινε αβάσταχτος. Ήξερε ότι ο κλέφτης είχε κλάψει τη φτώχια τους, όμως στο ίδιο μέρος είχε πάρει την απόφασή του. Εδώ θα έδινε τη μάχη της ζωής του ακόμα κι αν έπρεπε να πεθάνει δύο φορές η ψυχή του. Στην αγκαλιά του είχε τα τριάντα φιλιά του ήλιου και το χώμα έγινε σώμα. Κοίταζε το νησί κι έβλεπε τη μνήμη του μέλλοντος. Κάποτε και η πατρίδα του θα ήταν ελεύθερη πάνω στο γαλάζιο της θάλασσας και κάτω από το λευκό του ουρανού. Έπρεπε όμως να γυρίσει ο ήλιος κι έπρεπε να περάσει η νύχτα. Στον γυρισμό, όταν πια η λίμνη είχε σμίξει με τον ουρανό και η πόλη είχε γίνει μία φωτεινή γραμμή, ο εγγονός είδε τους προγόνους του να επιστρέφουν στη γη τους. Η ζωή και η ψυχή είχαν κλέψει τη μνήμη της λίμνης για να σπείρουν τη σπορά της ελευθερίας μέσα στην αντίσταση και τη θυσία του λαού.