677 - Το παράδοξο του παρανόμου
Ν. Λυγερός
Με την εξέλιξη της πολιτικής στο διεθνές πλαίσιο και με την πολυπλοκότητά της, οι ειδικοί αναγκάστηκαν να βρουν ελιγμούς που επιτρέπουν ελάχιστες κινήσεις στις διαπραγματεύσεις. Αυτοί οι ελιγμοί δεν προσπαθούν καν να έχουν μια ανθρώπινη βάση. Η δύναμή τους είναι ο νόμος. Και όλη η πολιτική είναι ενσωματωμένη μέσα στη νομολογία διότι αλλιώς σε κάθε ανθρώπινη και ανθρωπιστική κριτική υπάρχει μια νόμιμη απάντηση. Έτσι εμφανίζεται το παράδοξο του παρανόμου. Διότι σε μια πολιτική κοινωνία όπου όλα τα στοιχεία αναλύονται με μια νόμιμη βάση πρέπει αυτός που κατηγορείται να δέχεται ότι παραβίασε το νόμο που τον καταδικάζει. Ο νόμος είναι ισχυρός μόνο όταν γίνεται δεκτός από τον παραβάτη. Αν υπάρχει μια σύμβαση που καθορίζει το πλαίσιο του νόμου ότι είναι εκτός δεν ανήκει στα νόμιμα δεδομένα. Και η ίδια η πράξη δεν ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο αν είναι εντός ή εκτός πλαισίου. Το θετικό είναι βέβαια ότι το πολιτικό μετατρέπεται σε νομικό σ’ αυτό το πλαίσιο και τότε η δύναμη του νόμου και του δικαίου μπορεί να υπερασπίσει ακόμα και τον αδύναμο μπροστά στον ισχυρό. Το αρνητικό είναι ότι εκτός πλαισίου, το παράνομο δεν έχει νομικό status και παραμένει μια πολιτική πράξη που είναι εξ ορισμού μη αντικειμενική όσον αφορά στο νομικό ακόμα και αν με τα ανθρώπινα δεδομένα, η αδικία της πράξης είναι σαφής. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όλοι οι παράγοντες ξέρουν τι συνέβη και με τον ίδιο τρόπο ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν καμιά κίνηση. Τότε ακόμα και το απάνθρωπο δεν εκδικάζεται λόγω έλλειψης νομικού πλαισίου. Το δίκαιο έχει τα όριά του και δεν εξασφαλίζει τα δικαιώματα των ανθρώπων. Η προέκταση αυτής της περίπτωσης είναι ότι το παράνομο μπορεί να δημιουργήσει τους δικούς του τοπικούς νόμους, οι οποίοι του δίνουν μια νομική βάση εξωτερικά διότι εκτός από την αρχική προϋπόθεση της παρανομίας, ακολουθεί όλα τα μοντέλα του νόμου και του δικαίου. Ακόμα και αν αυτή η δομή καταρρέει λογικά εφόσον η βάση της είναι λανθασμένη, στην πολιτική παραμένει και μπορεί να γίνει ένα μέτρο πίεσης εναντίον του δικαίου. Το παράδοξο του παρανόμου εμποδίζει κάθε νομική κίνηση και αναγκάζει τους ειδικούς να προτρέχουν σε περίπλοκους ελιγμούς, οι οποίοι με την πολυπλοκότητα τους προτρέπουν τη ριψοκίνδυνη απλοποίηση τους. Με άλλα λόγια, η πίεση του παρανόμου είναι τόσο ισχυρή που το νόμιμο πλαίσιο αναγκάζεται να τη νομιμοποιήσει. Έτσι και τώρα με το παράδειγμα του κυπριακού, βλέπουμε ότι το επίσημο και το νόμιμο πλαίσιο αναμένει το αποτέλεσμα των εκλογών στα κατεχόμενα για να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις, ενώ οι εκλογές δεν έχουν νόμιμη βάση, ενώ οι ψηφοφόροι δεν είναι γνήσιοι πολίτες, ενώ το καθεστώς και οι θεσμοί είναι παράνομα για τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ο νόμος περιμένει από το παράνομο να γράψει την ιστορία, η διεθνής κοινότητα περιμένει από το κατοχικό καθεστώς να αποφασίσει το μέλλον και η Κύπρος περιμένει τη μοίρα της.