Όταν έφθασε ο εγγονός του κλέφτη, όλο το χωριό χόρευε. Το κλαρίνο έπαιζε έναν αργό και παλιό ρυθμό. Οι κινήσεις ήταν ελάχιστες, όμως όλες ήταν σημαντικές. Κάθε χορευτής ένιωθε βαθιά του τη δύναμη εκείνου του χορού. Όλοι ήξεραν ότι ήταν μοναδικός. Ο μικρός κοίταζε το χωριό και έβλεπε την αντίσταση που χόρευε. Μ’αυτόν τον χορό δεν υπήρχαν πια άντρες και γυναίκες παρά μόνο μαχητές. Ο κλέφτης τού είχε δείξει τα πρώτα βήματα και ο μικρός τα είχε χαράξει μέσα στη μνήμη του. Κανείς δεν το είδε, προχωρούσε σιωπηλός. Είχε μαζί του τα τριάντα φύλλα και κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Και την ώρα που ο χορός περνούσε μπροστά του, έπιασε δυνατά το χέρι του πρωτοχορευτή. Εκείνος ξαφνιάστηκε, μα δεν είπε τίποτα. Είδε τον μικρό και τον λυπήθηκε. Όταν όμως άρχισε να χορεύει ο εγγονός του κλέφτη, όλοι αναγνώρισαν το ύφος του. Μόνο εκείνος χόρευε με αυτόν τον τρόπο. Οι γυναίκες άφησαν τους άντρες να χορέψουν μόνοι τους με τον μικρό. Πρώτη φορά τον έβλεπαν, όμως όλοι κατάλαβαν ποιος ήταν. Το στίγμα του μικρού μεταμόρφωσε τον χορό. Άλλαξε ο ρυθμός του κλαρίνου και έγινε πια μαχητικός. Ο εγγονός είχε μαζί του τη δύναμη του κλέφτη και όλοι οι άντρες κατάλαβαν πως είχε έρθει η ώρα της μάχης. Η αντίσταση του χρόνου θα έδινε την πρώτη της μάχη. Ο μικρός τούς είχε ξεσηκώσει. Οι γυναίκες άρχισαν να σταυρώνουν τα χέρια τους. Κοίταζαν τον μικρό με δέος και θαυμασμό. Ο πρωτοχορευτής νόμιζε πως τον είχε πιάσει απ’ το χέρι, ο τρομερός κλέφτης. Τόση ήταν η δύναμη του μικρού. Το χέρι ήταν μικρό μα το είχε κάψει η φωτιά κι ήταν ατρόμητο. Έκαιγε η χούφτα του πρωτοχορευτή, έκαιγαν και τα σωθικά του. Ένιωθε το πνεύμα του κλέφτη και κοίταξε τον ουρανό. Είχε γίνει γαλήνιος. Πατούσε στη γη με δύναμη, όχι για να την πληγώσει μα για να αγγίξουν το απαγορευμένο χρώμα. Εκείνη τη μέρα άρχισε να πέφτει η μεγάλη νύχτα.