Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες πάλευαν πλάι-πλάι εναντίον των Τούρκων πάνω στην παγωμένη γη. Ο ήλιος τούς είχε ξεχάσει. Μόνο η γη τούς ήθελε για πάντα μαζί της. Ο ένας ήταν τα μάτια του άλλου κι ο άλλος τα χέρια του ενός. Κανείς δεν είχε τολμήσει να τους χωρίσει. Ο καθένας είχε διαλέξει τον αδελφό του κι είχαν γίνει σταυραδέρφια. Στη μάχη ακόμα κι ο χάρος τούς φοβόταν. Όμως εκείνη τη μέρα έπεσε το μαύρο φαρί και πληγώθηκε ο φίλος του. Ο κλέφτης έτρεξε με όλες του τις δυνάμεις κι ούρλιαξε για να φοβηθούν οι δειλοί που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Έτρεχε και τα μάτια του δάκρυζαν από τον πόνο και την οργή. Τον χτυπούσαν όλοι μαζί από όλες τις πλευρές κι έσπασε το σπαθί του. Κοίταξε γύρω του μα οι δικοί του ήταν μακριά. Κατάλαβε πως θα έπαιρναν μαζί τους το κορμί του και φώναξε τον φίλο του, τον τρομερό κλέφτη. Όταν άκουσαν το όνομα εκείνου που έτρεχε πάνω τους οι περισσότεροι έκαναν πίσω μα οι πιο ύπουλοι με το στραβό μαχαίρι χτύπησαν δύο φορές στο πλευρό του αγαπημένου του φίλου κι εκείνος σωριάστηκε νεκρός. Άρχισαν να τον σέρνουν προς τα πίσω για να μην μπορεί να τους χτυπήσει ο κλέφτης. Όμως εκείνος έπεσε πάνω τους σαν κεραυνός. Τα βόλια του χάραξαν το σημάδι του θανάτου και το σπαθί του έκοψε τα νήματα της ζωής. Πάλευε μαζί τους μα κοίταζε το νεκρό βλέμμα του φίλου του. Είχε τα μάτια ανοικτά, καρφωμένα πάνω στον ουρανό. Το χέρι του κρατούσε ακόμα την παράξενη χειρολαβή. Ο θάνατος δεν μπόρεσε να του την κλέψει. Είχε χώσει το σπασμένο σπαθί του μες στην παγωμένη γη. Δεν ήθελε να την αφήσει ακόμα και νεκρός. Το είδε ο κλέφτης και ράγισε η καρδιά του. Έβγαλε μια τελευταία κραυγή κι αποτελείωσε τους τελευταίους ύπουλους. Κανείς δεν ήρθε να τους βοηθήσει. Όλοι είδαν το τέρας της μάχης να σηκώνει τον φίλο του, τον σταυραδερφό του και να τον παίρνει στην αγκαλιά του. Κάθε βήμα του ήταν βαρύ και πλήγωνε τη γη. Τότε άρχισε το μοιρολόι του ο σωματοφύλακας της μνήμης.