Πόνεσε, μα δεν είπε τίποτα. Έπιασε το πολύτιμο ξύλο που ήταν έτοιμο να πληγωθεί. Θα έπαιρνε μαζί του όλα τα βάσανα της ψυχής του. Ο θεός το είχε δημιουργήσει γι’ αυτό, όπως είχε δημιουργήσει και τον χαράκτη. Ήταν εκείνος που έγραφε πάνω στο ξύλο. Ήταν εκείνο που δεν ξεχνούσε. Ήταν το ξύλο της μνήμης. Δεν ήθελε παιχνιδίσματα χαρακτικά, ούτε κείμενα που μιλούν. Η γλώσσα του πόνου ήταν η σιωπή. Δεν ήταν τεχνάσματα συναισθηματικά, ούτε τέχνη της πίστης. Ήταν σκαλισμένος σπαραγμός. Έκλαιγε πάνω στο έργο του και το ξύλο έπινε τα δάκρυά του δίχως να πει λέξη. Κάθε κίνηση του χεριού, ήταν μια ξύλινη πληγή. Ο σιωπηλός διάλογος θα κρατούσε μέρες και νύχτες. Και πάνω στο ξύλο θα κατέγραφε την πάλη του φωτός με τη σκιά όπως την είδε εκείνη τη θανάσιμη στιγμή. Ήταν κι αυτός στη χαράδρα της μνήμης. Όμως κανείς δεν το ήξερε, ούτε ο φίλος του ο κλέφτης ούτε οι μαύροι δράκοι. Είχε μέρες που έκανε προσευχές για τον κλέφτη. Δεν εμπιστευόταν κανένα άλλο εκτός από τον Θεό. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει τον κλέφτη. Ενώ εκείνος ήξερε μόνο να δίνει ζωή στο έργο του ξύλου, αυτός έδινε ζωή στο έργο της ψυχής. Ο κλέφτης ήξερε ότι τον είχαν προδώσει, όμως έπρεπε να πεθάνει για να ’ρθει και πάλι. Κι εκείνη τη μέρα στη χαράδρα της μνήμης, ο νεαρός χαράκτης είδε τις πληγές της νύχτας. Είδε το χαρακτικό της μοίρας κι εκείνο θάμπωσε το βλέμμα του. Ένιωσε μέσα του το δέος των δράκων και τη θυσία του κλέφτη. Τότε κατάλαβε πως είχε γεννηθεί για να χαράξει εκείνη τη θανάσιμη στιγμή της αθανασίας. Και τώρα πάνω στο πληγωμένο ξύλο δημιούργησε το έργο της ζωής του. Ο πόνος του ήταν τόσο μεγάλος που έπρεπε να σκεπάσει τα μέρη του έργου που είχε τελειώσει. Ένιωθε τη δύναμή του μα δεν έτρεμε το χέρι του λες κι ο κλέφτης του το βαστούσε. Κι όταν τελείωσε το χαρακτικό, το σκέπασε. Ήξερε πως ο πόνος του κι ο πόνος του ξύλου είχαν γράψει μια εικόνα. Ήταν η θαυματουργή εικόνα της γκραβούρας.