Η βάρκα τους έσχιζε τα νερά της λίμνης. Και γύρω τους άκουγαν μόνο τη σιωπή. Ήταν μόνοι, ολομόναχοι. Η γυναίκα στεκόταν όρθια, κοίταζε το βάθος της λίμνης, εκείνο το μέρος που φορούσε το ίδιο χρώμα με τα ρούχα της. Ο άντρας τραβούσε πάνω στα κουπιά με δύναμη. Ένιωθε την αντίσταση της λίμνης. Υπήρχε όμως και η ανάγκη. Το μέτωπό του έσταζε φως. Σιωπηλός, κοίταζε μόνο τη γυναίκα, τον φάρο της αγάπης του. Ήξερε πως πονούσε κάθε φορά που βρισκόταν πάνω στη λίμνη και τραβούσε τα κουπιά ακόμα πιο δυνατά. Όμως όταν έφθασαν στη μέση της λίμνης, η γυναίκα έκανε μια κίνηση και αυτός σήκωσε τα κουπιά. Ήταν εδώ. Η βάρκα με τις δύο σκιές σταμάτησε στο κέντρο του γαλάζιου. Εδώ ναυάγησε η μνήμη τους, εδώ πνίγηκε το φως. Η γυναίκα έκανε την προσευχή της και πέταξε τον σταυρό της μέσα στη λίμνη. Τότε ο άντρας βούτηξε τα κουπιά μες στα νερά και τράβηξε και πάλι. Δεν είχαν πει τίποτα και τα είχαν κάνει όλα. Όλα εκτός από την τελευταία συνάντηση. Η λίμνη προσπαθούσε να κλείσει την πληγή της βάρκας μα εκείνη προχωρούσε πιο βαθιά. Τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει, ακόμα και ο θάνατος την άφησε να περάσει. Ήξερε το βάρος των σκιών. Τελικά η βάρκα χώθηκε μες στο χώμα της ξεχασμένης γης. Χρόνια είχε να δει άνθρωπο. Όταν κατέβηκε η γυναίκα έσκυψε και τη φίλησε σαν ερωτευμένη. Ο άντρας άφησε τα κουπιά μες στη βάρκα και την έσπρωξε. Την κοίταξε ν’ απομακρύνεται και έστριψε το βλέμμα του. Η γυναίκα είχε προχωρήσει και την ακολούθησε. Έβλεπε πάνω στα ίχνη της το πάθος της μνήμης και δεν άντεξε τον πόνο της. Θέλησε να τη σταματήσει μα ήταν πια αργά. Τους περίμενε ήδη. Ήταν η πρώτη μέρα της άνοιξης. Περπάτησαν πάνω στις πέτρες της λήθης και πλήγωσαν τα πόδια τους. Μα δεν σταμάτησαν έπρεπε να φθάσουν πριν τον ήλιο. Ήταν εκεί κάτω από ένα δέντρο. Ο σταυρός κοίταζε τον ουρανό κι είδαν τα τρία λευκά δάκτυλα της πίστης. Ο άντρας έπιασε το χέρι της γυναίκας. Δεν ήξεραν πότε θα ήταν η επόμενη φορά. Ο κλέφτης, ο πατέρας της, τους περίμενε κάτω από τα λουλούδια. Στο πλάι του τάφου του είχε ζητήσει να του βάλουν ένα παραθυράκι για να κοιτάζει την άνοιξη. Και σήμερα ήταν η πρώτη μέρα. Γύρισε στο πλάι και είδε το μαυροφορεμένο ζευγάρι. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως έπεσε η πατρίδα του και δάκρυσαν τα μάτια του. Ήταν η πρώτη μέρα της νύχτας