6306 - Tα ερείπια του μέλλοντος
Ν. Λυγερός
Έπαιξαν σκάκι με το Τέρας. Ή μάλλον μελέτησαν μια παλιά παρτίδα. Ήταν ένας τρόπος σκέψης. Μία άλλη μορφή επικοινωνίας, πιο αφαιρετική. Σε κάθε περίπτωση αναγκαία. Αυτό έλεγε η πολυπλοκότητα της σκέψης, μέσα στο χάος των κινήσεων δίχως σκοπό.
Η παρτίδα είχε το μυστικό της. Ήταν ένα νέο άνοιγμα. Το πρώτο στίγμα στη βιβλιοθήκη του Τέρατος. Γιατί όμως ν’ αρχίζουν αυτή την μελέτη; Ακόμα κι ο φωτονικός υπολογιστής δεν ήξερε ακόμα. Ένα πράγμα ήξερε μόνο. Ήταν μυστικό.
Εξέτασε προσεχτικά την κίνηση. Φαινομενικά, δεν είχε τίποτα το σπουδαίο κι όμως ήταν μία καινοτομία. Αυτό το νοητικό σχήμα ήταν το πρώτο που τον άγγιξε. Έκανε διάφορους υπολογισμούς κι ανέτρεξε στο ιστορικό των παρτίδων. Το υπόβαθρο της σκέψης τού χαμαιλέοντα ήταν πλέον ξεκάθαρο. Δεν είχε πια ανάγκη από τη σφαιρική βιβλιοθήκη.
Η προμελέτη του εγκλήματος είχε γίνει. Η παρτίδα ήταν μόνον η αρχή της έρευνας. Αλλά ποιος ήταν ο στόχος. Κλειστό ερώτημα.
Βγήκαν από το σπίτι και έστριψαν δύο φορές δεξιά για να πάρουν το γνωστό πεζόδρομο πάνω από την πόλη. Το Τέρας σκέφτηκε την περιπατητική σχολή. Δεν χαμογέλασε όμως διότι θυμήθηκε τις φυλακές, όπως έλεγε η λανθασμένη παράδοση. Οι πέτρες είχαν αυθαίρετα σχήματα· όλες μαζί ήταν ένα μονοπάτι σιωπηλό, όχι όμως βουβό.
- Θυμάσαι;
- Δεν ξεχνώ!
- Τα χαρακτηριστικά μας…
- Η παρτίδα;
- Ένα νέο άνοιγμα.
- Γιατί;
- Είναι τώρα απαραίτητο.
- Για τον αετό;
- Και για τον κρίνο…
Δεν ήταν ανάγκη να σκεφτούν περισσότερα. Δεν ήταν η πρέπουσα ώρα. Περπατούσαν δίπλα στο δασάκι με τα ωραία πράσινα. Έμοιαζαν με εκείνα του Vincent. Αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Δεν υπήρχε λόγος. Τα πεύκα δεν παραπονέθηκαν ούτε για τις σπασμένες πέτρες. Η σιωπή δεν έκανε ακόμη θόρυβο. Και η κοινωνία δεν έκλαιγε. Ήταν νωρίς. Ο άλλος ήταν πάνω τους, λίγο πριν τη μάχη που έπρεπε να δώσουν κάτω από τη θέα της Ακρόπολης, εκεί όπου υπάρχει το κρυφό άνοιγμα!
– Μια μπύρα ΦΙΞ, αν έχει…
– Έχει, το ξέρω.
– Καλώς τότε. Τι όμορφη θέα…
– Σε λίγο θα αλλάξουν τα χρώματα.
– Ο ουρανός;
– Όχι, οι άνθρωποι.
– Ήρθες μόνος σου;
– Όχι, ακριβώς.
Κάθε φορά τον ξάφνιαζε που δεν μπορούσαν να δουν τον φωτονικό υπολογιστή. Το φως του ήταν αόρατο στην πατρίδα του φωτός. Εκείνος όμως έβλεπε τις σκιές τού συστήματος. Ακόμα και οι σκακιέρες ήταν άδειες δίχως κομμάτια και πιόνια. Η κοινωνία τα είχε αντικαταστήσει όλα με πούλια και με ζάρια, για να δώσει ελπίδες σε όλους, όπως έπρεπε.
- Ο μύθος του Προμηθέα ήταν διαφορετικός.
– Τι εννοείς;
– Σκεφτόμουν…
– Σου έφερα διάφορα έγγραφα.
Έβγαλε μερικές κόλλες με μικρά γράμματα.
– Για σένα είναι.
– Θα τα διαβάσω.
– Όχι τώρα.
Το Τέρας τα αποθήκευσε. Δεν ήταν όλα στην ίδια γλώσσα. Όσο πιο πολλές γλώσσες, τόσο πιο ανθρώπινα τα κείμενα.
– Η θεώρηση του κόσμου.
– Κι ο ναός;
– Το ιστορικό υπόβαθρο.
- Αυτό βέβαια χρειαζόταν περαιτέρω ανάλυση. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Τα κλαδιά δεν είναι συνεχόμενα. Υπάρχουν και νέες ρίζες. Ο πόλεμος των αιώνων δεν είχε σταματήσει παρά μόνο στις κοινωνίες της λήθης.
- Χρειαζόμαστε και κάτι άλλο.
- Στόχο;
- Δεν ανήκει στη στρατηγική…
- Αλλά στη μεταστρατηγική!
– Όλα αυτά μου φαίνονται τοπικά.
– Θέλεις στρατηγικό σχεδιασμό;
– Δεν ξέρω. Εσύ θα μου πεις. Μπορεί να είναι και θέμα διαχείρισης.
– Στρατηγική διαχείριση κρίσεων.
– Ποιος ξέρει; Μπορεί κι αυτό να είναι απαραίτητο. Αλλά πρώτα πρέπει να σου πω…
Τα λόγια του ήταν περιγραφικά, μερικά βιωματικά. Τον άκουγε προσεκτικά. Κάθε λεπτομέρεια ήταν σημαντική. Η καταγραφή των νοητικών σχημάτων άρχισε. Η αθωότητα κι η δικαιοσύνη είχαν έρθει σ’ επαφή. Το φωτονικό χαμόγελο της Joconda δεν άργησε.
- Ανθρώπινες σχέσεις.
Τελικά κατάλαβε όλο το πλαίσιο. Ο φίλος του δεν είχε αφήσει καμία απορία. Είχαν πια όλα τα δεδομένα. Όλες οι κινήσεις δεν είχαν παρά μόνο έναν σκοπό: να βάλουν τα κομμάτια και τα πιόνια πάνω στη σκακιέρα. Δεν ήταν απλώς μια συνέχεια λοιπόν, αλλά μία ολόκληρη ανακατασκευή τού κόσμου με μία διαφορετική ερμηνεία. Κι η διαφορά έκανε τη διαφορά.
Δεν έπαιζε ποτέ σκάκι με φίλους. Το παίγνιο του θανάτου δεν άντεχε τη φιλία. Εξέταζε μάχες του παρελθόντος, για να καταλάβει τα ερείπια του μέλλοντος την στιγμή της επαφής.
Όταν όλα τα κομμάτια και τα πιόνια ήταν στη θέση τους, κανείς δεν ήξερε αν αντιπροσώπευαν την αρχή ή το τέλος. Μόνον οι παίκτες, εκείνοι που δεν έπαιζαν, ήξεραν για το κόστος της επιλογής και της αρχής τού τέλους.
Μετά από όλες αυτές τις πολύτιμες εξηγήσεις, ο φίλος του θεώρησε ότι τον είχε κουράσει. Μόνο που οι απαντήσεις του προκάλεσαν ένα τηλεφώνημα. Ο σοφός που ήξερε για τους δράκους, είπε μόνο μερικά λόγια στο φίλο του, αλλά ήταν τόσο παράξενα που δεν μπόρεσε να τα ερμηνεύσει.