5456 - Ο άνθρωπος με την αζουριά
Ν. Λυγερός
Περπατούσε γρήγορα. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Ο άνεμος έπαιζε με τα κόκκινα μαλλιά του. Ποιος άλλος; Ήταν πάντα ανακατεμένα, γιατί κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Εκείνη την ημέρα όμως συνάντησε μία αζουριά. Τον περίμενε εδώ και μέρες. Ήταν υπομονετική. Όλη η ουσία της ζωής της ήταν να την κόψει. Αυτό έπρεπε να γίνει, πριν πεθάνει. Δεν ήθελε να τη ξεχάσει στην άκρη του δάσους σ’ εκείνο το μυστικό μονοπάτι. Ενώ έτρεχε, το βλέμμα του έλαμψε. Είχε δει έναν μικρό γαλάζιο ήλιο. Είχε πέσει στο έδαφος και δεν μπόρεσε να τον προσπεράσει δίχως να σκύψει μπροστά του. Έτσι έσκυψε δίχως να γονατίσει κι έκοψε την αζουριά. Εκείνη ήταν πλέον χαρούμενη. Επιτέλους, ζούσε πάνω στα χείλη του. Ένιωθε τα δόντια του αλλά ήξερε ότι ήταν για το καλό της. Μόνο μ’ αυτόν μπορούσε ν’ αγγίξει την σπάνια αθανασία των ανθρώπων, την τέχνη της ανθρωπιάς. Την ίδια μέρα συνάντησαν τον ζωγράφο. Ήταν σαν σκαντζόχοιρος με το καβαλέτο του, τα πινέλα, τα τελάρα. Τους φάνηκε κουρασμένος. Δεν είχε βρει το τοπίο που έψαχνε. Μα μόλις αντίκρισε τον άνθρωπο με την αζουριά, χαμογέλασε. Κατάλαβε γιατί η ανάγκη τον είχε φέρει σε αυτό το δάσος. Και τον είχε οδηγήσει στο μυστικό μονοπάτι. Σταμάτησε. Δεν είπε τίποτα. Έστησε το τελάρο του και περίμενε. Εκείνος ήρθε κοντά του, για να δει τι θα ζωγραφίσει. Στάθηκε πίσω του, λίγο πιο πάνω από τον ώμο του. Ο Vincent ένιωθε τον γαλάζιο ήλιο πάνω στο μάγουλό του κι έκλαψε από συγκίνηση. Ο άνθρωπος έκανε τον γύρο και κάθισε μέσα στα χόρτα, ακριβώς απέναντι του. Έπρεπε να συναντηθούν για να ζήσει και πάλι το γαλάζιο χρώμα και μόνο ένας μπορούσε να δώσει αυτή την ανθρωπιά σ’ εκείνη την μικρή ψυχή, για να δώσει τη νέα μάχη, για να ζήσει και πάλι τη θυσία. Ο Vincent ήταν πλέον έτοιμος, για να δημιουργήσει το μύθο του γαλάζιου και του ερυθρού κάτω από την βελανιδιά. Έπιασε τα πινέλα και τα χρώματά του. Το τελάρο ήταν μικρό αλλά θα άντεχε τον αγώνα του δημιουργού. Το τριπλό σύμβολο ήταν δεμένο πάνω στο χέρι ενός παράξενου παπά που έπλαθε ένα νέο κόσμο, για να μη πεθάνει η ανθρωπότητα. Όταν τέλειωσε ο πίνακας, ο άνθρωπος με την αζουριά επέστρεψε στη θέση του, πάνω από τον ώμο του Vincent. Έτσι δάκρυσε κι αυτός για μας.