5352 - Από την κοινωνία της διαχείρισης στη διαχείριση της κοινωνίας.
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
Στο πλαίσιο της κοινωνίας της κατανάλωσης, που δεν έχει ως υπόστρωμα παρά μόνον την κοινωνία του θεάματος, για να υλοποιήσει τη ρωμαϊκή ανάγκη άρτου και θεαμάτων, η διαχείριση του παρόντος καθίσταται όλο και πιο ενδιαφέρουσα, διότι πρέπει να είναι άμεσα επωφελής. Συνεπώς η κοινωνία της διαχείρισης καθίσταται ένα εργαλείο απολύτως απαραίτητο. Και τούτos ο κλάδος που αναδύει τη μυρωδιά του γραφείου και της γραμματείας, όπως στο υπόγειο του Fiodor Dostoïevski, ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε οδό διαχείρισης. Επί πλέον, όταν η διαχείριση εξετάζεται με το αγγλικό βλέμμα, για να μην πούμε με την ωραία αμερικάνα, μεταμορφώνεται σε μάνατζμεντ. Δεν είναι ακόμη μάρκετιγκ κι επομένως επιτρέπει ένα μέλλον στους δημοσίους υπαλλήλους της κοινωνίας που δεν προχωρούν στην πράξη παρά μόνον σαν είναι μέτοχοι, διαφορετικά αυτό θα ήταν ύβρις στην ετυμολογία του savoir vivre. Είναι ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε επί πλέον ότι η διαχείριση που αξιώνεται ως εάν επιστήμη, εργάζεται με τέχνη στη μέθοδο της μηχανορραφίας στην καλύτερη περίπτωση, καθώς δεν παράγει ούτε καν τα δικά της εργαλεία εργασίας και έρευνας. Εκπροσωπεί, συνεπώς, ένα αρχέτυπο στο ωφελιμιστικό πεδίο. Ικανή να τα διαχειρίζεται όλα έγινε το ιερό αντικείμενο της κοινωνίας, προκειμένου να πραγματοποιεί το όνειρό της, δηλαδή να είναι εν τέλει η διαχείριση της κοινωνίας ακόμη κι αν εκείνη δεν γνωρίζει de facto ένα χαρτοφυλάκιο. Έτσι καλλωπίζεται με κοινωνιολογία για τη μέρα μόνο, κατά το παράδειγμα των γυναικών που φτιασιδώνονται για ένα βράδυ δίχως να υπολογίζουν τη μεταμόρφωση σε κολοκύθα κατά τα μεσάνυχτα, διότι μετά απ’ όλ’ αυτά η επομένη είναι μια άλλη μέρα. Ζει πράγματι μέσα στο φαίνεσθαι, διότι αυτό που στ’ αλήθεια την ενδιαφέρει είναι τ’ όνειρο, καθώς η πραγματικότητα την υπερβαίνει και η κοινωνία δεν δύναται να πουλάει παρά μόνον ονειροπόληση διακηρύσσοντας στους λαούς να μην επαναστατούν σήμερα εφόσον το αύριο θα είναι καλύτερο. Μας ξυρίζει όπως ο κουρέας του ανεκδότου, εκεί που θά ’πρεπε να εφαρμόζει τη λεπίδα του Οccam στον εαυτό της, για να υπεκφεύγει αξιοπρεπώς αυτής της κατάστασης, που ικανοποιείται να μετατρέπει τις διενέξεις σε ομοφωνίες, ενώ επιφυλάσσεται να ομολογεί ότι είναι κατασκευασμένες. Αυτό τής επιτρέπει να μιλά για τα πάντα και για τίποτε σαν να πλοηγείται στο διαδίκτυο, δίχως ν’ αφήνει κανένα ίχνος στο διάβα της, καθώς δεν γνωρίζει το βάρος της μνήμης. Συζητά αδιάφορα για το παρελθόν, διότι φοβάται το μέλλον και ικανοποιείται από το παρόν ως εάν επρόκειτο για ένα αιώνιο δώρο. Έτσι ο μικρόκοσμος της κοινωνίας της διαχείρισης φαίνεται εξιδανικευμένος σε μακρόκοσμο της διαχείρισης της κοινωνίας, δίχως ουδόλως να συνειδητοποιεί πως η ανθρωπότητα δεν διέσχισε τον χρόνο χάρις σ’ αυτές τις προφάσεις και τα τεχνάσματα. Ευτυχώς που ακόμη και τ’ άσχημα ανέκδοτα έχουν ένα τέλος, η διαχείριση αυτή πάει μαζί με την κοινωνία, δεν θα διαφθείρει επομένως παρά μόνον το παρόν μας, δίχως αντίκτυπο στο μέλλον της ανθρωπότητας.