Τρίζει το πορόζι (2) το φεγγάρι βγαίνει, όπως έβγαινε και πριν… Χάθηκε η Σιτς (3,) κι εκείνος που την οδηγούσε. Δεν υπάρχει πια η Σιτς! Τα πυκνά καλάμια το Δνείπερο ρωτούν: «Πού θα είναι τα παιδιά μας; Πού θα κάνουν τη βόλτα τους;» Ο γλάρος σκούζει και πετάει, σα να κλαίει τα παιδιά του∙ Ο ήλιος ζεσταίνει, ο άνεμος φυσάει στη στέπα των Κοζάκων∙ Παντού στη στέπα τάφοι, όρθιοι και θλιμμένοι∙ Ρωτούν τον άνεμο: «Τα παιδιά μας πού βασιλεύουν άραγε; Πού βασιλεύουν, πού διασκεδάζουν; Πού καθυστερήσατε; Γυρίστε! Κοιτάξτε – τα κριθάρια λύγισαν, εκεί, που τ’ άλογά σας βοσκούσαν, που τα καλάμια θορυβούσαν, εκεί, που τα αίματα των Λιάχων (4) και των Τατάρων τη θάλασσα κοκκίνιζαν… Γυρίστε!» «Δε θα γυρίσουν! – έπαιξε και άρθρωσε η γαλάζια θάλασσα. – Δε θα γυρίσουν, χάθηκαν για πάντα!» Αλήθεια, η θάλασσα, αλήθεια, η γαλάζια: Αυτή είναι η μοίρα τους! Δε θα έρθουν οι ευπρόσδεκτοι, δε θα έρθει η ελευθερία, δε θα έρθουν οι Ζαπορόζτσι (5), δε θα σηκωθούν οι γετμάνοι (6), δε θα σκεπάσουν την Ουκρανία τα κόκκινα ζουπάνια (7). Ρημαγμένη, ορφανή στο Δνείπερο κλαίγεται∙ Δύσκολα, αβάσταχτα η άμοιρη, αλλά κανείς δε βλέπει, μόνο ο εχθρός γελάει… Γέλα, μισητέ εχθρέ! Όχι όμως για πολύ, γιατί όλα σβήνουν, – η δόξα όμως δεν πεθαίνει. Δε θα πεθάνει, θα διηγείται, τι έγινε στον κόσμο, πού ’ναι η αλήθεια, πού ’ναι το κρίμα, και ποιανού παιδιά είμαστε. Η σκέψη μας, το τραγούδι μας, δε θα χαθεί, δε θα σβήσει… Εκεί, κόσμε, είναι η δόξα μας, Η Δόξα της Ουκρανίας! Δίχως χρυσό, δίχως πέτρα, πονηρή η γλώσσα, μα δυνατή κι αληθινή, σαν του Κυρίου λόγος. Έτσι δεν είναι, πατέρα-οταμάν; Τραγουδώ αλήθεια; Αχ, μακάρι!.. Τι να πω; Ούτε μυαλό έχω. Εκτός απ’ αυτό – Μοσχοβία, παντού ξένος κόσμος. «Μη σε νοιάζει», μπορεί να πεις, και τι θ’ απογίνει; Θα γελάσουν με τον ψαλμό μου, με δάκρυα βγαλμένο∙ Θα γελάσουν!.. Δύσκολα, πατέρα, με τους εχθρούς να ζήσεις! Ίσως να πάλευα κι εγώ, αν είχα δυνάμεις∙ Θα τραγουδούσα – φωνή να είχα, μας έφαγαν τα χρέη. Αυτή είναι δυστυχία, πατέρα μου, φίλε! Τριγυρνώ μες στα χιόνια, «Μην κάνεις θόρυβο, λιβάδι!» Τίποτ’ άλλο. Μα εσύ, πατέρα, αν είσαι καλά, ξέρεις, οι άνθρωποι σε σέβονται, καλή φωνή έχεις∙ Τραγούδα τους, περιστέρι μου, για τη Σιτς, τους τάφους, πότε τους έστησαν, ποιον και πού τον έθαψαν. Για τα παλιά, για το θαύμα, ό,τι υπήρχε, πέρασε… Κάνε, πατέρα, σαν τυχαία ν’ ακουστεί σ’ όλο τον κόσμο, τι γινόταν στην Ουκρανία, για ποιο λόγο πέθαινε, γιατί η δόξα των Κοζάκων ξάφνιασε όλο τον κόσμο! Κάνε, πατέρα, αετέ μου! Ας κλάψω, τη δική μου Ουκρανία για άλλη μια φορά να τη δω, ας ακούσω άλλη μία, πώς η θάλασσα παίζει, πώς το κορίτσι κάτω από την ιτιά τον «Γρίτσια» θα τραγουδήσει. Ας χαμογελάσει άλλη μια φορά η καρδιά μου στα ξένα, πριν ξαπλώσει σε ξένη γη, σε φέρετρο ξένο.
1839, Αγ. Πετρούπολη
(1) Οσνοβιάνενκο – ο Ουκρανός συγγραφέας Κβίτκα-Οσνοβιάνενκο Γρηγόρης Φέντοροβιτς (1778-1843). Έγραφε στα ουκρανικά και στα ρώσικα. Υποδέχτηκε ζεστά την έκδοση του «Κομπζάρ» 1840 και «Γαϊνταμάκι», αλληλογραφούσε με τον Σεβτσένκο, αλλά προσωπικά δεν είχαν γνωριστεί. (2) Πορόγι – το πέτρινο ύψωμα της κοίτης που διακόπτει την ομαλή ροή του ποταμού. (3) Σιτς – Οργάνωση των Ουκρανών Κοζάκων, η οποία δημιουργήθηκε στα μέσα του XVI αιώνα στον κάτω Δνείπερο στην πόλη του Ζαπορίζιε. (4) Λιάχοι – τοπική ονομασία των Πολωνών. (5) Ζαπορόζτσι – Κοζάκοι του Ζαπορίζιε. (6) Γετμάν – το XVI αιώνα εκλεγόμενος αρχηγός του κοζάκικου στρατού της Ζαπορίζκα Σιτς. Από το XVII αιώνα και μέχρι 1764 ήταν ο αρχηγός του κοζάκικου στρατού και κυβερνήτης της Ουκρανίας. (7) Ζουπάν – αρχαίο πανωφόρι, φτιαγμένο από πολύ καλό ύφασμα, διακοσμημένο με κέντημα ή γούνα. Διαδεδομένο στα υψηλά στρώματα των Κοζάκων και της πολωνικής αριστοκρατίας.
До Основ’яненка (1)
Тарас Шевченко
Б’ють пороги (2); місяць сходить, Як і перше сходив… Нема Січі, пропав і той, Хто всім верховодив! Нема Січі! Очерети У Дніпра питають: «Де то наші діти ділись? Де вони гуляють?» Чайка скиглить літаючи, Мов за дітьми плаче; Сонце гріє, вітер віє На степу козачім. На тім степу скрізь могили Стоять та сумують; Питаються у буйного? «Де наші панують? Де панують, бенкетують? Де ви забарились? Вернітеся! Дивітеся — Жита похилились, Де паслися ваші коні, Де тирса шуміла, Де кров ляха, татарина Морем червоніла… Вернітеся!» — «Не вернуться! – Заграло, сказало Синє море. — Не вернуться, Навіки пропали!» Правда, море, правда, синє: Такая їх доля! Не вернуться сподівані, Не вернеться воля, Не вернуться запорожці, Не встануть гетьмани, Не покриють Україну Червоні жупани. Обідрана, сиротою Понад Дніпром плаче; Тяжко, важко сиротині, А ніхто не бачить, Тільки ворог, що сміється… Смійся, лютий враже! Та не дуже, бо все гине,— Слава не поляже; Не поляже, а розкаже, Що діялось в світі, Чия правда, чия кривда І чиї ми діти. Наша дума, наша пісня Не вмре, не загине… От де, люди, наша слава, Слава України! Без золота, без каменю, Без хитрої мови, А голосна та правдива, Як господа слово. Чи так, батьку-отамане? Чи правду співаю? Ех, якби-то!.. Та що й казать? Кебети не маю. А до того — Московщина, Кругом чужі люди. «Не потурай», — може, скажеш, Та що з того буде? Насміються на псалом той, Що виллю сльозами; Насміються!.. Тяжко, батьку, Жити з ворогами! Поборовся б і я, може, Якби малось сили; Заспівав би, — був голосок, Та позички з’їли. Отаке-то лихо тяжке, Батьку ти мій, друже! Блуджу в снігах та сам собі: «Ой не шуми, луже!» Не втну більше. А ти, батьку, Як сам здоров знаєш; Тебе люди поважають, Добрий голос маєш; Співай же їм, мій голубе, Про Січ, про могили, Коли яку насипали, Кого положили. Про старину, про те диво, Що було, минуло… Утни, батьку, щоб нехотя На ввесь світ почули, Що діялось в Україні, За що погибала, За що слава козацькая На всім світі стала! Утни, батьку, орле сизий! Нехай я заплачу, Нехай свою Україну Я ще раз побачу, Нехай ще раз послухаю, Як те море грає, Як дівчина під вербою Г р и ц я заспіває. Нехай ще раз усміхнеться Серце на чужині, Поки ляже в чужу землю, В чужій домовині.
1839, С.Петербург
(1) Основ’яненко — український письменник Квітка-Основ’яненко Григорій Федорович (1778—1843). Писав українською й російською мовами. Тепло відгукувався на вихід «Кобзаря» 1840 р. і «Гайдамаків», листувався з Т. Шевченком, але особисто з ним не був знайомий. (2) Пороги – кам’янисте поперечне підвищення дна, що порушує спокійну течію річки.
|