Η χαράδρα διαδέχεται τη χαράδρα,
κι η στέπα τον τάφο.
Από τον τάφο ο Κοζάκος
σηκώνεται γκρίζος, σκυφτός.
Μόνος μες στη νύχτα,
στη στέπα, στο μονοπάτι
τραγουδά θλιβερά:
– Με τα χώματα σκέπασαν
τα σπίτια τους κι έφυγαν,
κανείς δε θα μας θυμηθεί.
Σαν κρύσταλλο οι τριακόσιοι
δικοί μας, έσπασαν!
Ούτε η γη δε μας δέχεται.
Σαν πούλησε ο γετμάν (1)
τους χριστιανούς στο ζυγό,
μας έστειλε να σπεύσουμε.
Στη δική μας τη γη
το αίμα μας σκορπίσαμε
και τον αδελφό μας σφάξαμε.
Το αίμα του ρουφήξαμε
κι εδώ πέσαμε
στον τάφο τον καταραμένο. –
Σιώπησε, μελαγχόλησε
και πάνω στο δόρυ του έσκυψε.
Πάτησε πάνω στον τάφο,
κοίταξε το Δνείπερο,
έκλαψε, στέναξε γοερά,
τα μπλε κύματα θρηνούσαν.
Στο Δνείπερο, στο χωριό
η χλόη στο δασάκι βούιξε,
ο κόκορας λάλησε την τρίτη του φορά.
Ο Κοζάκος γκρεμίστηκε,
η χαράδρα τινάχτηκε
κι ο τάφος στέναξε.
1847, Στο μπουντρούμι
(1) Γετμάν – το XVI αιώνα, ο εκλεγόμενος αρχηγός του κοζάκικου στρατού της Ζαπορίζκα Σιτς (Σιτς – οργάνωση των Ουκρανών Κοζάκων η οποία δημιουργήθηκε στα μέσα του XVI αιώνα στον κάτω Δνείπερο στην πόλη του Ζαπορίζιε). Από το XVII αιώνα και μέχρι 1764 ήταν ο αρχηγός του κοζάκικου στρατού και κυβερνήτης της Ουκρανίας.
За байраком байрак
Тарас Шевченко
За байраком байрак,
А там степ та могила.
Із могили козак
Встає сивий, похилий.
Встає сам уночі,
Іде в степ, а йдучи
Співа, сумно співає:
— Наносили землі
Та й додому пішли,
І ніхто не згадає.
Нас тут триста як скло!
Товариства лягло!
І земля не приймає.
Як запродав гетьман
У ярмо християн,
Нас послав поганяти.
По своїй по землі
Свою кров розлили
І зарізали брата.
Крові брата впились
І отут полягли
У могилі заклятій. —
Та й замовк, зажуривсь
І на спис похиливсь.
Став на самій могилі,
На Дніпро позирав,
Тяжко плакав, ридав,
Сині хвилі голосили.
З-за Дніпра із села
Руна гаєм гула,
Треті півні співали.
Провалився козак,
Стрепенувся байрак,
А могила застогнала.
1847, В казематі