Σιωπηλός κόσμος, αγαπημένος τόπος,
Ουκρανία μου!
Γιατί σε εξολόθρευσαν,
γιατί, μάνα, πεθαίνεις;
Μήπως πριν την αυγή
δεν προσευχήθηκες στο Θεό,
μήπως στα μικρά παιδιά σου
δεν έμαθες τα έθιμα;
«Προσευχόμουν, προσπαθούσα,
μέρα-νύχτα επαγρυπνούσα,
τα παιδάκια μου φρόντιζα,
τα έθιμα τούς δίδασκα.
Μεγάλωναν τα λουλούδια,
τα καλά παιδιά μου,
κι εγώ αρχόντισσα
στο μεγάλο κόσμο,
αρχόντισσα… Αχ, Μπογντάνε!
Ανόητε γιε μου!
Κοίτα τώρα τη μάνα σου,
Μάνα – Ουκρανία,
που νανουρίζοντας, τραγουδούσε
για την ατυχία,
που τραγουδώντας, σπάραζε,
τη λευτεριά προσμένοντας.
Αχ, Μπογντάνε, Μπογντάνκο!
Αν μπορούσα κι ήξερα,
στην κούνια θα σ’ έπνιγα,
στην καρδιά μου θα σε κοίμιζα.
Οι στέπες μου πουλήθηκαν
στους τοκογλύφους, στους Πρώσους,
Οι γιοι μου είναι στην ξενιτιά
σε ξένες δουλειές.
Ο Δνείπερος, ο αδελφός μου, ξεραίνεται,
μ’ αφήνει,
και τους αγαπημένους μου τάφους
ο Μοσκάλ (1) τούς διαλύει…
Άφησέ τον να τους σκάβει, να τους ανασκάπτει,
δεν ψάχνει τίποτα δικό του,
εν τω μεταξύ οι καλικάντζαροι,
άφησέ τους να μεγαλώσουν,
για να βοηθήσουν τον Μοσκάλ,
να νοικοκυρέψει,
απ’ τη μάνα μπαλωμένη
πουκαμίσα να βγάλει.
Βοηθήστε, απάνθρωποι,
τη μάνα σας να βασανίζουν».
Στα τέσσερα χωρισμένος
λεηλατημένος τάφος.
Τι έψαχναν;
Τι έθαψαν εκεί
γονείς γεροντάκια; Αχ, μακάρι,
Μακάρι να βρεθούν αυτά που έθαψαν,
δε θα έκλαιγαν τα παιδιά, δε θα θλιβόταν η μάνα.
9 Οκτωβρίου 1843, Μπερεζάν
(1) Μοσκάλ – Ρώσος στρατιώτης.
Розрита могила
Тарас Шевченко
Світе тихий, краю милий,
Моя Україно,
За що тебе сплюндровано,
За що, мамо, гинеш?
Чи ти рано до схід сонця
Богу не молилась,
Чи ти діточок непевних
Звичаю не вчила?
«Молилася, турбувалась,
День і ніч не спала,
Малих діток доглядала,
Звичаю навчала.
Виростали мої квіти,
Мої добрі діти,
Панувала і я колись
На широкім світі,
Панувала… Ой Богдане!
Нерозумний сину!
Подивись тепер на матір,
На свою Вкраїну,
Що, колишучи, співала
Про свою недолю,
Що, співаючи, ридала,
Виглядала волю.
Ой Богдане, Богданочку,
Якби була знала,
У колисці б задушила,
Під серцем приспала.
Степи мої запродані
Жидові, німоті,
Сини мої на чужині,
На чужій роботі.
Дніпро, брат мій, висихає,
Мене покидає,
І могили мої милі
Москаль розриває…
Нехай риє, розкопує,
Не своє шукає,
А тим часом перевертні
Нехай підростають
Та поможуть москалеві
Господарювати,
Та з матері полатану
Сорочку знімати.
Помагайте, недолюдки,
Матір катувати».
Начетверо розкопана,
Розрита могила.
Чого вони там шукали?
Що там схоронили
Старі батьки? Ех, якби-то,
Якби-то найшли те, що там схоронили,
Не плакали б діти, мати не журилась.
9 октября 1843, Березань