4732 - Η μεγάλη απόφαση
Ν. Λυγερός
Ήταν μικρή αλλά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Το παραμύθι έληξε, θα γινόταν ιστορικός της μνήμης. Спасибо! Δεν μπορεί να ήταν εκείνος. Αυτό είπε στον εαυτό της αλλά δεν το πίστεψε. Πώς μπορούσε και την έβλεπε; Πώς ήξερε για την απόφασή της; Κοίταξε την πένα. Γιατί είχαν αφήσει τις πένες τους; Μήπως ήταν για αυτό το λόγο; Αυτό ήθελαν πραγματικά; Έπρεπε να συνεχίσει το έργο με το δικό της τρόπο. Τότε θα έψαχνε να βρει την αλήθεια για τον ιππότη δίχως πανοπλία. Μήπως είχε έρθει κι αυτός σε αυτό το σπίτι; Σηκώθηκε για να δει τα άλλα δωμάτια. Σε ένα από αυτά είδε χαλιά. Της φάνηκαν περσικά αλλά δεν ήταν σίγουρη. Υπήρχαν κι άλλα ανάλογα. Θυμήθηκε ότι της είχαν μιλήσει για το λαογραφικό μουσείο στο Αρτσάχ. Εκεί είχαν δει τέτοια χαλιά. Κάπου το είχαν γράψει οι τέσσερεις. Έξω έβρεχε αλλά οι κερασιές ήταν ήδη ανθισμένες. Έπρεπε να δουλέψει περισσότερο το λάδι του πίνακα. Το σκέφτηκε αυτό αλλά δεν ήταν δική της σκέψη. Το αφαιρετικό τοπίο ήταν πια έτοιμο και μπορούσε πλέον να περπατήσει σ’ εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Βγήκε έξω. Συνέχιζε να βρέχει. Για πρώτη φορά κοίταζε το σπίτι από έξω. Δεν μπόρεσε όμως να πει τι της θύμιζε. Μήπως έμοιαζε με το σπίτι του γέρου διανοούμενου; Ναι, μπορεί να ήταν και το ίδιο. Προχώρησε στο μονοπάτι, μα όταν έστρεψε το βλέμμα της, είδε ότι κάπνιζε η μοναδική καμινάδα του σπιτιού: αυτοί που ήταν στο δωμάτιο του νεκρού. Πώς ήταν δυνατόν να είχαν ανάψει το τζάκι; Και για ποιον; Έτρεξε πίσω στο σπίτι. Άνοιξε όλες τις πόρτες μέχρι να φτάσει στο δωμάτιο με το τζάκι. Ένας άντρας καθόταν δίπλα. Έπινε κονιάκ. Δεν σηκώθηκε. Σαν να την περίμενε. Δίπλα του υπήρχε ένα τετράδιο. Πλησίασε κι είδε ότι ήταν ολοκληρωμένο. Έπιασε το βιβλίο στα χέρια της και διάβασε τον τίτλο του: Η μνήμη μας.