4681 - Παραλλαγή για τον Ιβάν
Ν. Λυγερός
Μαύρο σύννεφο πλάκωσε στο Λιμάνι,
σκιά στον ουρανό και τον ήλιο
και το θηρίο, η θάλασσα
μουγκρίζει και στενάζει,
ξεχειλίζει το Δνείπερο.
«Εμπρός, παλληκάρια,
στα καράβια! Η θάλασσα παίζει
ήρθε η ώρα!»
Όρμησαν οι Κοζάκοι
και το Λιμάνι γέμισε με καράβια.
«Παίξε, θάλασσα!» – τραγουδούσαν –
κι άφριζαν τα κύματα
Κύματα παντού σαν τα βουνά:
μήτε γη, μήτε ουρανός φαινόταν.
Αναστέναζε η καρδιά κι οι Κοζάκοι
μόνο αυτό αναζητούσαν.
Κωπηλατούν και τραγουδούν
κι ο γλάρος τους αναδύει.
Μπροστά ο αρχηγός
ξέρει που οδεύει.
Περπατά στο κατάστρωμα
και σβήνει το τσιμπούκι.
Κοιτάει γύρω του μαντεύοντας
Πού θα γίνει η δουλειά.
Στρίβει το μαύρο του μουστάκι
Μαζεύει την αλογοουρά του
Και σήκωσε το καπέλο του – σταμάτησαν τα καράβια.
«Ας πεθάνουν οι εχθροί!
Στη Σινώπη δεν θα πάμε,
Παλληκάρια
Μα στην Κωνσταντινούπολη, το Σουλτάνο,
θα επισκεφθούμε!»
«Καλώς, αρχηγέ!»-
Κραύγασαν γύρω του.
«Σας ευχαριστώ!»
Έβαλε το καπέλο του.
Η θάλασσα οργιάζει ξανά.
Στο κατάστρωμα ο αρχηγός βαδίζει και πάλι
Κοιτάζοντας σιωπηλά το κύμα.