4574 - Το αρμενικό βλέμμα
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Κάτια Ρωσσίδου
Πώς να δούμε το αρμενικό βλέμμα μέσα σ’ όλο αυτό το αίμα; Πώς ν’ αντιληφθούμε τον πόνο του αοράτου; Γιατί να υποφέρουμε για τον άγνωστο; Γιατί να λυπηθούμε τον άγνωστο; Αυτά τα ερωτήματα αποδεικνύουν όχι μόνο τον πόνο που προκαλεί η αδιαφορία αλλά επίσης την αδιαφορία απέναντι στον πόνο.
Μέσα στη φύση της γενοκτονίας, υπάρχει ένα εγγενές φαινόμενο: η απώλεια της ταυτότητας των θυμάτων. Ακόμα και όταν ακούμε για τον πόνο, αυτός αποτελεί μια αφηρημένη έννοια διότι στερείται υλικής υπόστασης. Ανίκανοι να συλλάβουμε τη φρίκη, καταλήγουμε να σκεφτόμαστε ότι είναι προτιμότερο να θεωρήσουμε ότι δεν υπήρξε ποτέ. Αρχικά, αυτή η μη αποδοχή δεν είναι άρνηση, αλλά τελικά γίνεται, διότι δεν προβάλλουμε καμιά αντίσταση από την πλευρά μας. Είμαστε τα θύματα του ίδιου μας του απανθρωπισμού. Πώς, λοιπόν, να ενεργήσουμε απέναντι στο αρμενικό βλέμμα; Πώς να δούμε αυτές τις γραμμές χωρίς να πέσουμε στο σφάλμα να επιμένουμε να χαρακτηριζόμαστε «άνθρωποι», για να μην ενοχοποιηθούμε για την ανοησία της απραξίας μας;
Ωστόσο υπάρχουν και χειρότερα, διότι στο δρόμο του τρόμου αυτό είναι πάντα δυνατόν. Ακόμα και ο απόγονος των επιζώντων καταλήγει να μην κοιτάζεται πια στον καθρέφτη με το πρόσχημα ότι θέλει να ζήσει, ενώ αρκείται στο να υπάρχει. Δεν ενοχλεί πια κανένα με τον πόνο του για να μη γίνεται φορτικός. Έτσι καταλήγει να μη μιλά πια για την ιστορία του λαού του ούτε στα ίδια τα παιδιά του, για να μην τους προκαλεί ψυχικά τραύματα χωρίς να συνειδητοποιεί ότι συμβάλλει κι ο ίδιος, με τον τρόπο του, στην πιο στέρεη συνέχιση που μπορεί να υπάρχει, αυτήν της γενοκτονίας της μνήμης. Δεν μπορεί πια να σέβεται τα θύματα, τους επιζώντες, τους βλέπει ως όντα που πρέπει να ξεχαστούν για να ζήσουν ήσυχα. Να γιατί η αυτοκτονία του Primo Lévi παραμένει ακατανόητη γι’ αυτόν. Να γιατί οι πράξεις των Αρμενίων τού φαίνονται ως επιβουλές για τη σεμνοτυφία της κοινωνίας που δεν είναι άλλη από αυτήν της λήθης και της αδιαφορίας. Αισθάνεται καλά και είναι ευτυχής διότι κι αυτός ο ίδιος έχει ξεχάσει το αρμενικό βλέμμα. Και μη γνωρίζοντας πλέον από τι συνίσταται, είναι ευχαριστημένος να παραμένει αδιάφορος.
Μόνο με το χρόνο και το θάνατο των προγόνων του, ακούει και πάλι τη φωνή της μνήμης που του δείχνει για πρώτη φορά το δρόμο της αντίστασης. Επιπλέον, ανακαλύπτει ότι τα ίδια του τα παιδιά έγιναν εν δυνάμει εχθροί διότι από ‘δω και μπρος μπορούν να χειραγωγούνται από τους φανατικούς της λήθης οι οποίοι ποτέ δεν έπαψαν να εργάζονται προς την κατεύθυνση της συνέχισης της γενοκτονίας της μνήμης. Αντιλαμβάνεται ότι, άθελά του, είναι εύκολο να ανήκεις στην κοινωνία της λήθης και προπαντός πόσο δύσκολο είναι να ανήκεις στην ανθρωπότητα. Διότι μέσω της απώλειας του αρμενικού βλέμματος, συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει επίσης το ανθρώπινο βλέμμα. Διαγράφοντας την αρμενοσύνη του, δήθεν για το καλό των παιδιών του, κατάντησε να έχει αποκτηνωθεί και να έχει μετατραπεί σ’ αυτό για το οποίο κατηγορούνταν πάντα οι γενοκτόνοι.
Αυτή είναι η προβληματική και το σκεπτικό που θέτει το αρμενικό βλέμμα. Μας κατηγορεί με τον τρόπο του Emile Zola για συνεργασία με τους δημίους μας. Μόνο που έχουμε ακόμα τη δυνατότητα ν’ αλλάξουμε διότι το έγκλημα δεν μπορεί να παραγραφεί.