3522 - Οι πατατοφάγοι
Ν. Λυγερός
– Πάρε σου λέω.
– Περίμενε… Δεν σέρβιρα τους άλλους.
– Πάντα τελευταίο με σερβίρεις.
– Γιατί γεννήθηκες πρώτος.
– Μαμά, μπορώ;
– Μετά τον πατέρα σου, αγάπη μου.
– Πάρε μικρή μου.
– Γιατί το κάνεις αυτό;
– Πεινάει.
– Το ξέρω, αλλά δεν είναι λόγος.
– Η ανάγκη είναι λόγος.
– Τι θα πουν οι άλλοι αν την δουν έτσι;
– Δεν θα πουν τίποτα.
– Αλλά θα το σκεφτούν.
– Φάε.
– Με ντρόπιασες.
– Δεν είμαστε παρά μόνο πατατοφάγοι.
– Είναι νόστιμες!
– Ακόμα περιμένω…
– Κανείς δεν μας πιέζει.
– Εκτός από τον χρόνο.
– Μπορεί να κάνει κρύο, έχουμε όμως ζέστη.
– Αποφάσισα ότι η μικρή θα πάει σχολείο.
– Για να κάνει τι;
– Είναι ο μοναδικός μας θησαυρός.
– Και το σπίτι;
– Είναι τα χρέη μας.
– Και η γη μας;
– Είναι το νοίκι μας.
– Ο Vincent έχει δίκιο.
– Εσύ γέρο ασχολήσου με τα…
– Ακόμα περιμένω τον καφέ μου.
– Δεν πειράζει. Δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις.
– Ο γέρος, όπως λες, μαθαίνει στη μικρή να διαβάζει.
– Αυτή η εφεύρεση του διαβόλου.
– Στην άγνοιά μας πρέπει να κρατάς κακία.
– Ξέρω να διαβάζω μαμά.
– Πάψε ηλίθια.
– Φοβάσαι μήπως μας ακούσουν οι νεκροί μας γείτονες;
– Φτάνει πια.
– Αυτό λέμε όλοι μας. Η μικρή θα πάει στο σχολείο, τελεία και παύλα.
– Με ποιο δικαίωμα;
– Είμαστε φτωχοί, μπορεί να είμαστε ηλίθιοι, αλλά δεν θα πεθάνουμε ανόητοι.
– Στην εκκλησία…
– Ναι, ξέρω. Οι αγνοί.
– Ακριβώς!
– Δεν αντέχω άλλο αυτές τις βλακείες. Η κόρη μας δεν θα γίνει σαν εμάς.
– Σε ικετεύω. Πάψε.
– Γιατί κλαις μαμά;
– Μη στενοχωριέσαι.
– Θα κατουρήσει λιγότερο.
– Δεν ντρέπεσαι παλιόγερε;
– Μα γιατί; Της έβαλα να διαβάσει «τον Φτωχόκοσμο» του Φίοντορ.
– Πάψτε όλοι.
– Είστε όλοι ψαράδες.
– Σου το επαναλαμβάνω: δεν είμαστε παρά πατατοφάγοι.
– Μα μια μέρα οι άνθρωποι θα μιλούν για μας.
– Αποκλείεται να ‘ναι γυναίκες.
– Η κόρη μας θα τους μάθει…