3434 - Η μικρή μούσα και το τεράστιο τέρας
Ν. Λυγερός
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αγοράκι που δεν είχε ανάγκη ν’ ανοίξει τα μάτια του για να βλέπει τους ανθρώπους. Η φύση, για να μην το ζηλεύουν τα άτομα, το είχε κάνει πανάσχημο. Έτσι, δεν είχε προβλήματα με την κοινωνία, διότι κανείς δεν το πρόσεχε. Βέβαια, όταν κάποιος το έβλεπε τυχαία, το κορόιδευε. Αυτό, όμως, δεν το πείραζε, διότι ήταν ο μόνος τρόπος που είχε για να βλέπει τα άτομα. Αλλιώς, δεν υπήρχαν για το αγοράκι. Όλοι κοίταζαν το παραμορφωμένο κορμί του, δίχως να καταλάβουν ότι έφταιγε η ανθρωπιά. Δεν χωρούσε μέσα στο μικρό κορμί και ήθελε ν’ αγγίξει τους άλλους. Εκείνοι, όμως, δεν την άφηναν και παρέμενε εγκλωβισμένη μέσα στο μικρό κορμί. Ευτυχώς για το αγοράκι και για την ανθρωπιά, βοήθησε ο χρόνος. Μεγαλώνοντας το αγόρι έδινε όλο και περισσότερο χώρο στην ανθρωπιά. Και γι’ αυτό το λόγο, αποφάσισε να γίνει ένα τεράστιο τέρας για να χωρέσει όλη η ανθρωπιά του. Εκείνη δεν ένιωθε πια εγκλωβισμένη. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι πλέον όλοι έβλεπαν το τεράστιο τέρας και η κοινωνία άρχισε πια να το κατηγορεί, διότι τόση ανθρωπιά ήταν απαράδεκτη. Ήξερε ότι δεν μπορούσε ν’ αποφύγει την κοινωνική καταδίκη. Και πριν το βάλουν στη φυλακή, έδωσε τα τέσσερα μέλη του σε ανάπηρα παιδιά, για να έχουν μέσα τους την ανθρωπιά που δεν τους έδινε κανείς. Το τεράστιο τέρας δεν έβγαινε πια έξω. Έμενε στο δωμάτιό του, μόνο για να μην ενοχλήσει τους άλλους. Καθόταν ώρες στο μπαλκόνι του για να μελετά τον κόσμο. Κι έτσι μια μέρα γνώρισε τη μικρή μούσα. Βέβαια, εκείνη δεν το είδε, διότι δεν κοίταζε την ασχήμια του κόσμου. Με τη μικρή μούσα, η ζωή του απέκτησε ομορφιά και χαιρόταν κάθε φορά που την έβλεπε να περνά στο δρόμο. Βέβαια, δεν ήξερε ότι η μικρή μούσα είχε μάθει γι’ αυτό και ότι προσπαθούσε να το δει, όταν καθόταν στο μικρό του μπαλκόνι. Περνούσε κάθε μέρα, για ν’ αντικρίσει τον άνθρωπο που είχε δώσει τα μέλη του στα ανάπηρα παιδιά. Ήταν, όμως, πολύ μικρή κι εκείνος πολύ μεγάλος. Και η κοινωνία απαγόρευε τη συνάντησή τους. Μια μέρα μόνο τόλμησε να πατήσει το κουδούνι του. Μα, εκείνος δεν της άνοιξε, γιατί δεν είχε χέρια. Η μικρή μούσα θεώρησε πως ήθελε να την αποφύγει. Επέμενε ακόμα και αν η πόρτα παρέμενε κλειστή. Μα, το τέρας δεν ήξερε ότι εκείνη χτυπούσε το κουδούνι του. Νόμιζε πως έπαιζαν τα παιδιά της γειτονιάς. Διότι κανείς δεν ερχόταν να το επισκεφθεί. Η κοινωνία το είχε ξεχάσει. Αλλά η μικρή μούσα δεν ανήκε στην κοινωνία. Κι είχε διαβάσει το έργο του Ουγκώ. Μόνο όταν εκείνο πήγε στο νοσοκομείο, για να δωρίσει άλλα όργανα στα παιδιά, μπόρεσε να το δει πάνω στο καροτσάκι του. Ήταν τεράστιο, όπως έλεγε και η κοινωνία. Έκλεισε τα μάτια της και είδε την ανθρωπιά του να την αγκαλιάζει. Στην αρχή, φοβήθηκε αλλά μετά ένιωσε ότι ήθελε να την προστατέψει. Τότε, το τεράστιο τέρας ένιωσε κι αυτό ένα παράξενο συναίσθημα. Κατάλαβε ότι η μικρή μούσα το αγαπούσε. Εκείνη δεν ήθελε να δώσει άλλα όργανα. Έπρεπε να τα κρατήσει, για να ζήσει μαζί της. Όμως, το τεράστιο τέρας δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, γιατί τα παιδιά το περίμεναν. Δίχως θυσία, η ζωή του δεν είχε νόημα. Η μικρή μούσα παρακάλεσε και λύγισε η καρδιά του. Δεν ήθελε να την πληγώσει. Κι έτσι το τεράστιο τέρας έδωσε στη μικρή μούσα την καρδιά του, για να μην την πάρει κανείς άλλος. Η μικρή μούσα ήταν πλέον χαρούμενη, γιατί της ανήκε η καρδιά του τεράστιου τέρατος. Κι εκείνη για να ευχαριστήσει την ομορφιά της ζωής του, έγραφε με τη γλώσσα του τα παραμύθια των παιδιών που δεν είχαν ούτε αγάπη ούτε ανθρωπιά από την κοινωνία.