3396 - Ο απαγορευμένος VII
N. Lygeros
Το σύστημα δεν μπορούσε να απαλλαχθεί από την ανθρώπινη μνήμη. Τουλάχιστον όχι εντελώς. Ήταν κρυμμένη μέσα στον πυρήνα. Για να χαθεί η μνήμη, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχουν μνήμη. Κι αυτό δεν είχε διαφύγει της αυτοαναφοράς. Το κλειδί του προβλήματος ήταν, λοιπόν, στη φυλακή. Γι’ αυτό ο απαγορευμένος αφέθηκε ελεύθερος. Το σύστημα ήθελε να τον απομακρύνει. Σίγουρα φοβούνταν κάποιο φαινόμενο κρισιμότητας. Επίσημα είχε απαλλαχθεί λόγω έλλειψης ικανοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων. Εν τούτοις, κατάλαβε ότι χρωστούσε την επιβίωσή του σ’ ένα λάθος της δίκης που είχε εντοπίσει ο ανακριτής. Από τώρα και στο εξής θα ήταν υπό παρακολούθηση σ’ όλη την επικράτεια. Σκέφτηκε για μια στιγμή να επιστρέψει στο χωριό του «δασκάλου του σχολείου» για να τον ενημερώσει ότι οι μαθητές του ήταν ζωντανοί, έγκλειστοι στα αρχεία του Κράτους, μα φοβήθηκε μήπως τον έθετε σε κίνδυνο. Έτσι συνέχισε το δρόμο του αναζητώντας ανθρώπους ελεύθερους χωρίς να ξεχνά τους εγκλωβισμένους. Στο επόμενο χωριό, συνάντησε έναν ιερέα χωρίς βίβλο που προσπάθησε να του εξηγήσει ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά θέλημα Κυρίου. Μα όταν ο απαγορευμένος τού απάντησε πως ούτε ο ίδιος ο Κύριος δεν μπορούσε να ανήκει στην κοινωνία της λήθης διότι είχε υποφέρει, ο ιερέας σταμάτησε αμέσως το κήρυγμά του. Ζήτησε συγγνώμη για την παρέκκλιση από τη σωστή πορεία, αλλά το μαύρο πρόβατο δεν τον συγχώρεσε καθόλου γιατί ήξερε ότι ήταν ανεύθυνος. Τι να σκεφθείς για έναν ιερέα που δεν είχε πια ιερά κείμενα; Πρέπει να πούμε ότι δεν υπήρχαν καθόλου κείμενα σ’ αυτή την κοινωνία, πόσο μάλλον τα ιερά! Όμως οι άνθρωποι όφειλαν με τη σειρά τους να γίνουν κείμενα για τους επόμενους. Μόνο πώς να γράψεις χωρίς ιστορία μέσα στην αιωνιότητα της ημέρας χωρίς να είσαι ήδη άνθρωπος; Χωρίς το σύνδεσμο, οι επόμενοι δεν θα γίνονταν ποτέ άνθρωποι. Αυτό είχε στο νου του όταν άκουσε μία άγνωστη φωνή πίσω του. Ήταν ένα αγόρι.
– Κύριε, κύριε!
Γύρισε και θαύμασε τον μικρό άνθρωπο.
– Ναι, τι θέλεις μικρέ μου…
– Δεν είμαι μικρός.
– Έχεις δίκιο. Όπως έλεγε ο Επίκτητος, μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου σκλάβο ή ελεύθερο, αυτό εξαρτάται από σένα.
– Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος!
– Είσαι σίγουρος πως δεν κάνεις λάθος ;
– Κι εγώ ξέρω να διαβάζω. Ο παππούς μου μου διάβαζε παραμύθια.
– Δεν είναι πια μαζί σου;
– Αγνοείται…
– Μη στενοχωριέσαι.
– Δεν στενοχωριέμαι, σας έχω βρει.
– Τέλεια.
– Έχω να σας δώσω ένα βιβλίο.
– Το έχεις μαζί σου;
– Ναι, πάρτε.
Μόλις ο απαγορευμένος πήρε το βιβλίο, το αγόρι απομακρύνθηκε τρέχοντας. Κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε αυτό μα δεν του κράτησε κακία. Δεν κοίταξε τους φρουρούς που τον πλησίασαν με τρόπο. Μετροφύλλησε το βιβλίο. Ήταν Ο Μικρομέγας. Χαμογέλασε διότι ήξερε ότι θα συναντούσε τον παππού του μικρού. Το σύστημα τον είχε χρησιμοποιήσει ως δόλωμα χωρίς να ξέρει ότι το γνώριζε.