3385 - Ο απαγορευμένος ΙΙ
N. Lygeros
Η ατέλεια δεν είχε αποκαλυφθεί. Ο απαγορευμένος ήταν πάντα ζωντανός παρά τον κοινωνικό νόμο και την τάξη τελειότητας. Ήταν ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία. Ο ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος είχε επιζήσει της αυτοκρατορίας του παρόντος, μα δεν είχε κανένα μέλλον σ’ αυτή την κοινωνία. Κάποιες στιγμές πέρασε από το μυαλό του η ιδέα της αυτοκτονίας, μα συνήρθε γρήγορα όταν σκέφτηκε τους επόμενους ανθρώπους, αυτούς που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί, αυτούς που δεν είχαν παρελθόν και ο αλτρουισμός του αποφάσισε να δράσει. Δεν μπορούσε να αρκεστεί στο να είναι ένα κοινωνικό λάθος, έπρεπε να γίνει μία ανθρώπινη αξία. Όμως, πώς να γινόταν χωρίς να τον επισημάνουν οι συκοφάντες; Δεν έπρεπε να αγγίζει το παρόν. Έπρεπε να βρει το μέλλον μέσα στο παρελθόν. Γύρισε, λοιπόν, κι έψαξε στα αγαπημένα του βιβλία για να δει πώς οι δάσκαλοι του παρελθόντος είχαν ξεπεράσει την παντοδυναμία των κοινωνιών. Ξαναδιάβασε Βολταίρο για να καταλάβει το επιπόλαιο και να κατακτήσει το ουσιώδες. Μόνο που έπρεπε να λάβει υπόψη την ανισότητα του αγώνα. Οι δάσκαλοι του χρόνου ήταν πάντα μόνοι και απομονωμένοι. Ενώ η κοινωνία ήταν πανταχού παρούσα και κυρίαρχη. Δεν υπήρχε στρατηγική για να την νικήσει. Η θυσία ήταν αναγκαία κάθε φορά. Ήταν αναπόφευκτη. Το κερί έπρεπε να λιώσει για να φωτίσει το σκοτάδι. Κι αν κάποιο ανάμεσά τους αρνούνταν τον αγώνα, τα επόμενα δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν. Το σκοτάδι του κόσμου θα ήταν τότε μόνιμο. Οι άνθρωποι ήταν σπάνιοι αλλά αρκετοί για να φωτίσουν τον κόσμο. Αυτή η ανακάλυψη έδωσε κουράγιο στον απαγορευμένο. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε πως δεν είχαν χαθεί όλα, υπό τον όρο να είναι έτοιμος να τα χάσει όλα. Και το παραμικρό σφάλμα ήταν μοιραίο. Επιτέλους, είχε βρει ένα σκοπό στη ζωή του μετά την επιβίωσή του. Το θέμα δεν ήταν πια απλώς να αντισταθεί μαζί με το παρελθόν, μα να υλοποιήσει το μέλλον. Έπρεπε να πάει πέρα από τον κοινωνικό ορίζοντα, να συναντήσει τους δασκάλους του μέλλοντος οι οποίοι θα έπαιρναν τη δάδα. Ήταν οι φραγμοί που χαρακτήριζαν το χώρο, η υποστήριξη της ανθρωπότητας, τα θεμέλια της μνήμης. Μόνο που ήταν οι μόνοι που το γνώριζαν. Για όλους τους άλλους, ήταν τα λάθη του συστήματος, οι ατέλειες του Κράτους, οι απαγορευμένοι της κοινωνίας. Τι πείραζε! Ήταν εδώ για να παίξουν ένα ρόλο και θα τον έπαιζαν έστω και αν το κοινό ήταν αόρατο. Μόνο το μέλλον μπορούσε να τους δικαιώσει διότι το παρόν ήταν παράλογο. Ο απαγορευμένος ανασκουμπώθηκε και οπλίστηκε με τις πένες του και τα πινέλα του. Ήξερε ότι από ’δω και μπρος ο χρόνος θα ήταν με το μέρος του. Άρα δεν φοβόταν να απομακρυνθεί. Η δίκη είχε γίνει, αλλά ο πύργος δεν είχε κατακτηθεί. Οι φραγμοί ήταν οι φρουροί. Αυτό ήταν το μήνυμα του παρελθόντος. Αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος. Ο απαγορευμένος έπρεπε να φύγει για ν’ ανακαλύψει τον κόσμο για να μπορέσει το παρελθόν να δημιουργήσει το μέλλον παρά το παρόν. Ήταν περικυκλωμένος για πολλά χρόνια κατά την περίοδο της αντίστασης. Όμως, από ’δω και μπρος η δράση ήταν αναγκαία, διαφορετικά η φλόγα κινδύνευε να σβήσει. Έπρεπε, λοιπόν, να γίνει το απαγορευμένο δίχως να σκεφτεί τις επιπτώσεις. Οι μελέτες δεν αρκούσαν πλέον, ήταν απαραίτητο ένα έργο. Ο απαγορευμένος εγκατέλειψε την πόλη για να ταξιδεύσει σ’ όλη την επικράτεια με σκοπό να συναντήσει ανθρώπους κρυμμένους μέσα στη μάζα. Ο απαγορευμένος έπρεπε να εκτεθεί για να αναγνωριστεί χωρίς ωστόσο να εξοντωθεί από το σύστημα. Είχε συνείδηση ότι αυτή η ήττα θα μπορούσε να ήταν μοιραία, αλλά ποιο θα ήταν το νόημα της ζωής του αν δεν το αποκάλυπτε; Η πορεία του απαγορευμένου ήταν το νόημά της. Ήταν αυτός που αναλάμβανε την αποστολή της επαφής. Χωρίς φανό, χωρίς βαρέλι, έπρεπε να ξαναρχίσει την αναζήτηση ανθρώπων για να συνεχίσει η ανθρωπότητα να ζει και ν’ ανθίζει παρά τον κοινωνικό νόμο, την ισχύ του συστήματος και την απολυταρχία του Κράτους. Έτσι άρχισε η επανάσταση του απαγορευμένου.