3374 - Ο μύθος της γαλαζοαίματης βαλανιδιάς
Ν. Λυγερός
Ο κόμης έπρεπε να κάνει μία παύση. Η ανάπαυλα δεν κράτησε πολύ. Θαύμασε τη γη του ακουμπισμένος στο σπαθί του. Οι άνθρωποι είχαν χαθεί. Ο εκατονταετής πόλεμος τούς είχε αφανίσει. Δεν είχε απομείνει τίποτα, ούτε μία ψυχή, διότι και ο ίδιος ο κόμης είχε δώσει τη δική του σε ένα χαμένο αγώνα. Όμως δεν το μετάνιωσε. Τι άλλο μπορούσε να είχε κάνει; Ίσως να πέθαινε… Μα οι εχθροί του ήταν ανίκανοι να τον σκοτώσουν. Και όμως, δεν ήταν αήττητος. Μήπως δεν είχε ραγίσει η καρδιά του στο αντίκρισμα της γαλαζοαίματης βαλανιδιάς; Οι αντίπαλοί του χτύπησαν το σύμβολο της γης του. Μα ούτε η βαλανιδιά υπέκυψε στις πληγές της. Περίμενε το δάσκαλό της όλα αυτά τα χρόνια. Αντιστάθηκε στο θάνατο παρά τη φωτιά και τα χτυπήματα των τσεκουριών. Τώρα ο κόμης στεκόταν αντίκρυ της και θαύμαζε το θάρρος και την αντοχή της. Ακόμα και μόνη, δεν είχε εγκαταλείψει την καμένη γη. Πλησίασε το δέντρο των προγόνων του κι έβαλε την ανοιχτή παλάμη του πάνω στην πληγή του. Εκείνη τη στιγμή ξανάνιωσε όλα τα βάσανά του και είδε και πάλι τους βαρβάρους που προσπαθούσαν να το κόψουν. Το περικύκλωσαν δώδεκα, έτοιμοι να το σφαγιάσουν εις εκδίκησιν των τεχνασμάτων του δασκάλου του πολέμου. Βούρκωσαν τα μάτια του. Η φρίκη της σκηνής ήταν αβάσταχτη. Πλησίασε ακόμη πιο κοντά στο δέντρο και το ακούμπησε με το μέτωπό του, λες κι ήθελε να μοιραστεί τις σκέψεις του. Ήταν μόνοι, ήταν αλήθεια, μα ήταν μαζί κι αυτό κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει. Έπρεπε να τα πάρουν όλα από την αρχή για να δώσουν ζωή σ’ αυτή τη ματωμένη γη, χωρίς γαλάζιο. Λες κι ο ουρανός τούς είχε ξεχάσει στα εκατό χρόνια του πολέμου. Αλλιώς, ποιο θα ήταν το νόημα της ειρήνης απ’ εδώ και μπρος; Πώς να ζήσουν και πάλι σ’ αυτόν το θάνατο που κυριαρχούσε παντού; Η απάντηση δόθηκε από τη βαλανιδιά που άφησε ένα φύλλο να πέσει στο κεφάλι του κόμη. Πήρε το φύλλο στο χέρι του. Και σήκωσε το κεφάλι για να διαβάσει καλύτερα τις νευρώσεις του. Η βαλανιδιά χρειάστηκε μήνες για να τα συνθέσει. Είχε καταγράψει τη δρύινη της μνήμη για να μην ξεχάσουν οι άνθρωποι την εποχή της ελευθερίας. Έπρεπε, λοιπόν, να γράψει. Αυτό ήταν το μήνυμα της προγονικής βαλανιδιάς. Διότι οι άνθρωποι που δεν είχαν γεννηθεί ακόμα σ’ αυτή τη γη δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς παρελθόν. Γι’ αυτό, ακόμα και νεκρή, η γαλαζοαίματη βαλανιδιά θα βοηθούσε τον κόμη να δημιουργήσει τους ανθρώπους του μέλλοντος. Ο δάσκαλος του πολέμου ήξερε εξ αρχής ότι αυτός ο αγώνας θα ήταν ο πιο σκληρός της ζωής του. Έχοντας επίγνωση της θυσίας του φίλου του, δεν κρατήθηκε κι έχυσε ένα δάκρυ πάνω στο φύλλο. Από το θάνατο της βαλανιδιάς θα γεννιούνταν τα βιβλία των ανθρώπων. Έτσι, τίποτα δεν είχε χαθεί. Έβαλε αυτό το φύλλο μέσα στην πανοπλία του και γονάτισε στη γη εις ένδειξιν σεβασμού. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση αρκετή ώρα για να εμποτιστεί με τη σκέψη του δέντρου. Τότε ξεπρόβαλε ένας κατακόκκινος ήλιος που έβαψε το γαλάζιο τ’ ουρανού. Η βαλανιδιά επανέκτησε τα παλιά της χρώματα και ο κόμης είχε ενώπιον του το οικόσημο των προγόνων του. Μόνο τότε έπεσε στα πόδια του δασκάλου του πολέμου. Είχε επιτελέσει την αποστολή της κι ήξερε πως τώρα πια ο χρόνος θα ήταν μαζί τους. Ο κόμης έσκυψε πάνω στον τελευταίο του φίλο και τα κλαδιά του μπλέχτηκαν πάνω στην πανοπλία του. Έτσι, άρχισε να αντλεί με όλες του τις δυνάμεις τη μνήμη του μέλλοντος. Στην αρχή, η βαλανιδιά παρέμενε ακίνητη, μα στο δεύτερο ταρακούνημα, τα φύλλα άρχισαν να σέρνονται στο χώμα για να βοηθήσουν το δάσκαλο του πολέμου. Έσυρε το σώμα πάνω σ’ αυτή τη ματωμένη γη και κάτω από τον ουρανό του γαλάζιου. Η πορεία διήρκεσε πολλές μέρες. Συνάντησε ανθρώπους της γης. Βλέποντας τον να ξεφυλλίζει την ιστορία με το σώμα του φίλου του, γεννήθηκε ο μύθος της γαλαζοαίματης βαλανιδιάς μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων του μέλλοντος.