3371 - Το δώρο της δασκάλας
N. Lygeros
Η μικρή δασκάλα δεν αναγνώρισε τον άγνωστο. Χαμογέλασε όμως και του είπε να περάσει. Ο μαθητής σεβάστηκε τη λήθη της και πέρασε στο σαλόνι με τα κάδρα. Πρόσεξε τα έργα αλλά δεν είπε τίποτα. Περίμενε τη δασκάλα του, όπως παλιά στο θρανίο. Κάθισε στην πολυθρόνα για να σβήσει το ύψος. Τότε τον κοίταξε πιο προσεχτικά η δασκάλα. Δεν είχε καταλάβει ακριβώς το λόγο του ερχομού του στο σπίτι της που μοσχοβολούσε γαλατόπιτα. Είχε γίνει μια άλλη γιαγιά και την περίμεναν τα μικρά. Εξέταζε το μικρό της μαθητή με περιέργεια. Ο άγνωστος παρέμενε μέσα στη λήθη της. Ήθελε να θυμηθεί την πρώτη τους συνάντηση, μα δεν τολμούσε να ρωτήσει. Εκείνος περίμενε σιωπηλά, όπως παλιά. Έβλεπε τις κινήσεις και κατάλαβε ότι δεν ήθελε να πληγώσει το μικρό της μαθητή. Δεν γνώριζε ακόμα ότι δεν υπήρξε ποτέ μικρός μέσα στην τάξη της. Του ζήτησε, αν ήταν καλό, να μιλήσει για εκείνον και της απάντησε ότι δεν ήταν απαραίτητο. Εκείνος ήταν ήδη χαρούμενος που την έβλεπε και πάλι. Η μικρή δασκάλα επέμενε όμως. Τόσα χρόνια ζούσε μέσα στην κοινωνία και την ξάφνιασε η ανθρωπιά του. Δεν είχε προετοιμαστεί. Τον άφησε για λίγο κι επέστρεψε ακόμα πιο κομψή. Ήθελε να τον τιμήσει και βούρκωσαν τα μάτια του. Μιλούσε πια για το γιο του ανύπαρκτου λαού. Σιγά – σιγά όμως η μνήμη πλήγωνε τη λήθη κι εκείνη έδειξε το βιβλίο του μαθητή. Το άνοιξε για να του δείξει τι έλεγε η εποχή της κι εκείνος κοίταζε τα ασπρόμαυρα σκίτσα, τα ίχνη της μνήμης της μικρής του δασκάλας. Ήξερε ότι ήταν χαρούμενη πια όταν του ζήτησε να τον φιλήσει. Κι έτσι της άφησε το άρωμα της ανθρωπιάς του.