3357 - Η άμυνα του δράκου

Ν. Λυγερός

Το σκοτάδι έπεσε και πάλι πάνω στο χωριό της Φωτεινής. Η ημισέληνος ήταν όμως διαφορετική. Κάποιες σκιές έψαχναν για τα παιδιά. Ήθελαν να σβήσουν το μέλλον της μνήμης. Και για να μην ακούει κανείς τον παππού και τη γιαγιά, έπιαναν τα παιδιά. Είχαν κάνει το ίδιο και στη χώρα του δράκου, αλλά αυτή τη φορά ήταν έτοιμος. Πήρε τη Φωτεινή στην αγκαλιά του δίχως να την ξυπνήσει και την έβαλε πάνω στους ώμους του. Κοίταξε κατάματα τις σκιές με το φως της. Μόλις τον είδαν οι σκιές τρόμαξαν και μαζεύτηκαν. Άφησαν τα παιδιά που είχαν πιάσει για ν’ αντιμετωπίσουν όλες μαζί το δράκο του φωτός. Όλες οι σκιές έγιναν μία τεράστια, αλλά ο δράκος παρέμεινε ακίνητος. Άρχισε να τον περικυκλώνει κι ένιωθε πάνω του το βάρος της. Μα όταν προσπάθησε να πιάσει τη Φωτεινή, ο δράκος πέταξε πάνω από τη σκιά. Εκείνη τα ’χασε γιατί δεν μπορούσε να τιναχθεί για να τον χτυπήσει. Σερνόταν πάνω στη γη. Τότε ο δράκος έπεσε πάνω της με την ταχύτητα του φωτός και χάθηκε η σκιά. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε η Φωτεινή.

-Πού είμαστε;
-Μέσα στ’ όνειρό σου.
-Γιατί;
-Γιατί με σκέφτηκες.
-Θα σ’ είχα ανάγκη τότε…
-Δεν υπάρχει άλλος λόγος.
-Ήταν και μία σκιά.
-Ναι, αλλά έφυγε τώρα.
-Εσύ την έδιωξες;
-Το φως.
-Και τα παιδιά;
-Τα παιδιά κοιμούνται στο σπίτι τους τώρα.
-Νυστάζω κι εγώ.
-Θα σε πάω σπίτι τώρα.
-Θα με βάλεις τους ώμους σου;
-Όχι, αυτό είναι μόνο για τα όνειρα. Θα σε κρατώ από το χέρι.
-Όπως ο παππούς;
-Ναι, σαν τον παππού.
-Εντάξει τότε. Θα μου πεις κι εσύ μία ιστορία!
-Γιατί;
-Έτσι κάνει ο παππούς όταν περπατάμε.
-Καλώς.

Έτσι προχώρησαν ο δράκος και η Φωτεινή μέσα στο σκοτάδι. Ο δράκος έλεγε για την πέτρινη θάλασσα κι η Φωτεινή τον διέκοπτε για να ζητήσει εξηγήσεις. Κι έτσι έμαθε για τα παιδιά που αγαπούν τη θάλασσα. Προσπαθούσε να τη φανταστεί, αλλά ήταν δύσκολο. Το χωριό της ήταν στα βουνά και ποτέ δεν την είχε δει. Όταν έφθασαν στο δωμάτιό της.
-Θα με πας κι εμένα στη θάλασσα.
-Τώρα;
-Όχι, θέλω πρώτα να την ονειρευτώ.
-Πρέπει να κοιμηθείς πρώτα.
-Θα μείνεις κοντά μου;
-Πάντα.
-Θα ’ρθεις κι εσύ στο όνειρό μου;
-Μόνο αν μ’ έχεις ανάγκη.
-Σ’ έχω ανάγκη.
-Τότε θα μ’ ονειρευτείς κοντά σου στη θάλασσα.
-Αυτό θέλω.
-Αυτό θα γίνει.

Έτσι αποκοιμήθηκε η Φωτεινή με τον αόρατο και το γαλάζιο.