3356 - Τα σιδερένια γράμματα και το μυστικό του δράκου
Ν. Λυγερός
Η Φωτεινή ξύπνησε με τον ήλιο και δεν πρόσεξε την απουσία του δράκου. Τον ένιωθε μόνο όταν τον είχε ανάγκη. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, για να δείξει ότι είναι μεγάλη, μα κανείς δεν το παρατήρησε. Έτσι επέστρεψε στο δωμάτιό της και βρήκε τα σιδερένια γράμματα. Της τα είχε αφήσει ο δράκος, για να μην ξεχάσει την ιστορία του. Προσπάθησε να τα σηκώσει αλλά ήταν πολύ βαριά. Έλεγε ο δράκος ότι είχαν το βάρος της μνήμης. Προσπάθησε να διαβάσει τι έγραφαν αλλά δεν μπόρεσε. Ήταν παράξενα σαν τον δράκο. Τότε τον θυμήθηκε και τον φώναξε.
– Δράκε;
– Ναι, Φωτεινή μου.
– Πού ήσουν;
– Δίπλα σου.
– Μα δεν σ’ ένιωθα.
– Είναι γιατί δεν μ’ είχες ανάγκη…
– Όταν δεν έχουμε ανάγκη τους άλλους, δεν τους νιώθουμε;
– Έτσι λένε.
– Ποιοι; Οι άνθρωποι;
– Όχι, οι άλλοι.
– Και τα γράμματα, τι λένε;
– Το μυστικό.
– Ποιο μυστικό;
Ο δράκος δεν απάντησε. Έπιασε τα σιδερένια γράμματα κι άρχισε να γράφει. Η Φωτεινή κοίταζε τις αόρατες κινήσεις και προσπαθούσε να καταλάβει τη σκέψη του κι άκουγε το έργο της σιωπής. Όταν τελείωσε ο δράκος, ο τοίχος του δωματίου της ήταν γεμάτος αποτυπώματα. Ήταν τα ίχνη της ιστορίας, το μυστικό του δράκου.
– Και πώς θα τα διαβάσω;
– Με τα δάκτυλα.
– Με τα δάκτυλα; Μα πώς είναι δυνατόν;
– Η ουσία είναι αόρατη για τα μάτια.
Η Φωτεινή έβαλε τα χέρια της πάνω στον τοίχο. Έτσι, ένιωσε τα χάδια του δράκου. Βούρκωσαν τα μάτια της από χαρά.
– Θα μου γράψεις κι άλλα;
– Μόλις το τελειώσεις.
– Δεν θέλω να τελειώσει.
– Τότε θα γράφω την ώρα που διαβάζεις, για να μην τελειώσει ποτέ.
– Ναι, έτσι να κάνεις.
– Έτσι θα κάνω.
Με αυτόν τον τρόπο η Φωτεινή μάθαινε για το φως του μαύρου και τους ξεχασμένους διάλογους. Κανείς άλλος δεν ήξερε για το μυστικό τους. Ακόμα κι όταν έπρεπε να σβήσει το φως το βράδυ, η Φωτεινή μπορούσε να διαβάσει την παράξενη γραφή.
Κάθε μέρα η Φωτεινή διάβαζε όλο και περισσότερο. Ήθελε να μάθει για τα ξεχασμένα. Ήθελε να μάθει για τα μελλοντικά. Τα χίλια χρόνια του δράκου είχαν απομνημονεύσει τον κόσμο των ανθρώπων. Και η Φωτεινή ήξερε πια ότι δεν ήταν μόνη. Στο παρελθόν, υπήρξαν κι άλλες μικρές μέσα στη μοναξιά. Και θα υπάρχουν κι άλλες στο μέλλον. Μόνο που τώρα υπήρχε κι ο δράκος. Τον κοίταξε και πάλι μέσα στο σκοτάδι την ώρα που έγραφε γι’ αυτήν. Τον έβλεπε τώρα γιατί ήξερε το μυστικό του. Του ακούμπησε για πρώτη φορά το χέρι που σήκωνε τα σιδερένια γράμματα κι άρχισε να γράφει για τον δράκο της ζωής της.