3354 - Η Φωτεινή και ο Δράκος
Ν. Λυγερός
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή, τόσο μικρή, που κανείς δεν την πρόσεχε. Την έλεγαν Φωτεινή, γιατί ακόμα και μέσα στο πιο μαύρο σκοτάδι έλαμπαν τα μαλλιά της. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκανε την προσευχή της για τους ανθρώπους. Δεν ήθελε να το μάθουν στο χωριό της για να μην την αποπάρουν και την έλεγε από μέσα της.
Εκείνη την εποχή, ένας δράκος περνούσε από τη χώρα της. Είχε μαζί του σιδερένια γράμματα, για να μην ξεχνά ποτέ την αγαπημένη του πατρίδα. Είχε ακούσει πολλές προσευχές τη χρονιά της καταστροφής, αλλά δεν μπόρεσε να βοηθήσει όλους τους δικούς του. Η αντίσταση ήταν μάταιη αλλά δεν έσκυψε ποτέ και έσωσε όσους μπορούσε με νύχια και με δόντια. Όταν τον έπιασαν τα κτήνη, δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν γιατί δεν είχε ζήσει ακόμα τα χίλια χρόνια του. Κι έτσι μια μέρα, με ήλιο, δραπέτευσε.
Εκείνη τη νύχτα άκουσε την προσευχή της μικρής Φωτεινής. Είχε δει πολλούς αλλά κανείς δεν προσευχόταν για τους άλλους. Κι αποφάσισε να τη βρει στο χωριό της. Ήταν εύκολο, γιατί εκείνη έλαμπε μέσα στο σκοτάδι. Την κοίταζε αλλά δε τον έβλεπε. Ο Δράκος είχε το χρώμα του αοράτου από τότε που είχε φύγει από την πατρίδα του. Τον ένιωσε όμως και φώναξε:
– Ποιος είναι;
– Εκείνος που άκουσε την προσευχή σου.
– Είστε άγιος;
– Στην πατρίδα μου οι άγιοι ήρθαν μετά!
– Γιατί δεν σας βλέπω;
– Γιατί δεν υπάρχει λόγος.
– Με τι μοιάζετε;
– Με τι θες να μοιάζω;
– Με δράκο!
– Με δράκο;
– Για να σας φοβούνται εκείνοι που κάνουν κακό στους ανθρώπους.
– Δεν θες να μοιάζω με άνθρωπο;
– Όχι!
– Μα γιατί;
– Πώς θα μας προστατεύσεις αλλιώς;
– Έχεις δίκιο.
– Θα είσαι το τέρας μου.
– Όπως λέμε, ο άνθρωπός μου.
– Ακριβώς.
– Εντάξει, φωτεινή μου.
– Πώς ξέρετε το όνομά μου;
– Δεν το ξέρω, το βλέπω.
– Είσαι παράξενος.
– Πειράζει;
– Όχι. Είναι καλύτερα έτσι. Για να μη σε θέλει κάποιος άλλος.
– Θα είμαι εδώ για σένα.
– Γιατί κουβαλάς αυτά τα σιδερένια γράμματα;
Ο Δράκος άρχισε να της διηγείται τις περιπέτειες του και η μικρή Φωτεινή αποκοιμήθηκε. Ήταν για πρώτη φορά χαρούμενη. Ο Δράκος παρέμεινε όρθιος δίπλα της. Κανείς πια δεν θα την πείραζε. Είχε επιτέλους κι αυτός ένα φως μέσα στο σκοτάδι. Η μικρή Φωτεινή ήταν το αναμμένο κερί ενός ανύπαρκτου ναού που περίμενε την επόμενη ιστορία, για να ξυπνήσει ο κόσμος. Αυτοί θα έγραφαν τα σιδερένια γράμματα που κρατούσε ο Δράκος της Φωτεινής.