3192 - Το αίμα της βελανιδιάς
Ν. Λυγερός
Μετάφραση: Ράνια Μουσούλη
Τελικά δεν ήταν μεγάλο πράγμα. Ήταν τουλάχιστον αυτό που είχαν σκεφτεί οι επισκέπτες βγαίνοντας από τη κρύπτη. Ο θόρυβος που τους είχε εκπλήξει, ήταν αυτός της πτώσης ενός δέντρου. Μόνο ένα μικρό κοριτσάκι είδε σε αυτό το δέντρο, μία ματωμένη βελανιδιά μέσα στο κυανό χρώμα.
– Θα πρεπε να την έχεις κρατήσει στα μπράτσα σου.
– Ξέρεις πολύ καλά ότι λατρεύει τα αγάλματα.
– Όλος ο κόσμος μάς έβλεπε.
– Δεν έκανε τίποτε κακό. Μόνο λίγο άγγιξε το πόδι του αγάλματος.
Οι γονείς της δεν ήξεραν ότι είχε πλησιάσει το άγαλμα της γης της πέτρας. Την είχαν ελκύσει τα σιδηρένια γράμματα του. Τα χε δει ήδη κάπου μες το σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Χωρίς να γνωρίζει γιατί, το άγαλμα τής θύμιζε τον παππού της όταν ήταν νέος. Επίσης δεν μπόρεσε να μην αφήσει ένα χελιδόνι πάνω στο κεφάλι του αγάλματος. Της έλειπε τόσο πολύ ο παππούς της. Μόνο μετά άγγιξε το πόδι. Ήθελε να του πει ότι θα ξαναγύρναγε να το δει. Ένιωσε το χέρι της μάνας της πάνω στον ποπό της.
– Γιατί άγγιξες το άγαλμα;
– Δεν ξέρω.
– Δεν ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται;
Ήταν η αγαπημένη ερώτηση της μάνας της. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να της απαντήσει. Ήταν στενοχωρημένη για τη βελανιδιά.
– Θα την κάνεις να κλαίει. Δεν ξέρεις ότι είναι στο χείλος των δακρύων.
Η μάνα της σκύβει προς αυτήν. Αφού είδε ένα χοντρό δάκρυ να ξεπηδά, λυπήθηκε και αγκάλιασε το κοριτσάκι της.
– Θα πρεπε να την έχεις κρατήσει στα μπράτσα σου.
Η μικρή σκύβει το κεφάλι της πάνω στο στήθος της μάνας της. Δεν είπε τίποτε περισσότερο. Η μάνα της την πήρε στα μπράτσα της για να την παρηγορήσει. Πέρασε δίπλα από τη βελανιδία χωρίς καν να την κοιτάξει. Ήταν πολύ απασχολημένη από τη κόρη και τη χειρονομία της. Ο πατέρας εξέτασε το πεσμένο δέντρο. Ήταν εντυπωσιακό από το ύψος του και κυρίως από τη μορφή του. Ασυνείδητα του θύμισε τα κριάρια που έσπαζαν τις πόρτες. Σκέφτηκε ότι αυτή η βελανιδιά θα’κανε ένα άριστο κριάρι.
– Αυτό δε σου θυμίζει τίποτα;
Η γυναίκα του δεν του απάντησε. Έψαχνε να απομακρυνθεί το γρηγορότερο δυνατό από το γελοίο. Όσο για το κοριτσάκι σκεφτόταν το άγαλμα και τον κώδικα. Ο παππούς της επίσης είχε παράξενα βιβλία. Υποσχέθηκε να τα διαβάσει. Και αισθάνθηκε ότι έκανε αυτήν την υπόσχεση στο άγαλμα. Θα μάθαινε να διαβάζει τα σιδερένια γράμματα μόνο γιαυτό και τον παππού της. Θα’ταν το μυστικό τους.