3165 - Ο ιππότης χωρίς πανοπλία
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά Νίκος Λυγερός
Οι πέτρες τού έσκιζαν τα πόδια, αλλά δεν σταμάτησε να περπατά. Έπρεπε να βρει το σπαθί με την παράξενη χειρολαβή. Κοιτούσε τους τοίχους αναζητώντας την παραμικρή ρωγμή. Μάταια. Οι χτίστες αυτού του χωριού γνώριζαν την τεχνική των παλιών και οι τοίχοι τους παρέμεναν απόρθητοι. Ήταν τουλάχιστον αυτό που πίστευαν, έως την άφιξη των βαρβάρων. Ο Ιππότης χωρίς πανοπλία έπεσε. Σκέφτηκε ότι είχε αργήσει να πεθάνει. Το κεφάλι του πάνω στο δάπεδο, ένιωθε το αίμα του να τρέχει πάνω στα μάτια του. Ο κρόταφός του ήταν ανοιχτός. Σε αυτήν την πορφυρή πραγματικότητα θυμήθηκε τη μάχη των τάφρων. Οι βάρβαροι είχαν εισχωρήσει σαν τα φίδια. Ήταν μέσα στο νερό και αυτό είχε μετατραπεί σε ένα απαίσιο κτήνος που προσπαθούσε να πάρει την πόρτα. Ήταν μόνο μια χούφτα για να αντέξουν το χτύπημα ενάντια στους πολιορκητές. Οι άλλοι ήταν νεκροί, πνιγμένοι μες την μάζα. Πλήρως οπλισμένοι μερικές ώρες πριν, τους έμειναν μόνο σπαθιά για να αμυνθούν. Καμία πανοπλία δεν είχε αντέξει τα χτυπήματα. Αλλά ήταν ακόμα ζωντανοί, σαν να ήταν ο θεός που είχε βάλει το χέρι του πάνω σε αυτήν τη χούφτα ανθρώπων. Μόνο που το κτήνος ακόμα και πληγωμένο επανερχόταν στην επίθεση. Και αυτήν την φορά ήξεραν ότι δεν θα άντεχαν το χτύπημα. Έπρεπε να βρουν μια έξοδο. Κοίταξαν τον τοίχο, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και πήραν την απόφαση τους. Θα περνούσαν από τον ουρανό. Πλησίασαν τον τοίχο και έχωσαν μέσα του το πρώτο σπαθί ανάμεσα στο άνοιγμα των πετρών. Και μετά το έσπασαν έτσι ώστε να φτιάξουν ένα σκαλοπάτι. Επανέλαβαν αυτό, έως όλα αυτά τα σπασμένα σπαθιά να δημιουργήσουν μια σκάλα μετάλλου μες τον τοίχο. Στο τέλος είχαν στα χέρια τους μόνο την χειρολαβή του σπαθιού. Ξέφυγαν μπροστά στα μάτια του απαίσιου κτήνους που δεν το πίστευε. Η λεία του, του είχε αφήσει μόνο ίχνη μετάλλου. Έπρεπε να εκδικηθεί και επιτέθηκε βίαια στην κεντρική πόρτα του χωριού. Ήξεραν ότι θα γινόταν λεηλασία από τους βάρβαρους. Μόνο που έπρεπε να σώσουν τα ιερά βιβλία. Μπήκαν μέσα στην κρύπτη και εκεί άνοιξαν τους τάφους των παλιών. Ήξεραν ότι ήταν ιεροσυλία, αλλά ήταν η μόνη ικανή να σώσει τους κώδικες. Οι τάφοι κλείστηκαν πάνω τους. Θα περίμεναν το τέλος των μαύρων αιώνων για να ξαναδούν την ημέρα. Είχαν προετοιμαστεί γι’ αυτήν την θυσία από την μύηση τους με τον Δάσκαλο. Είχε έρθει η ώρα να την εκτελέσουν. Οι πέτρες έγιναν ακόμα πιο κόκκινες κι ο Δάσκαλος έκλεισε τα μάτια του για πρώτη φορά. Δεν είχε βρει το σπαθί με την παράξενη χειρολαβή, αλλά ήξερε ήδη ότι οι μαθητές του θα εκτελούσαν το έργο του και πέθανε ήρεμος. Θα επανερχόταν σε μερικούς αιώνες. Έτσι τέλειωσε η πρώτη ζωή του Ιππότη χωρίς πανοπλία.