2841 - Η κρυφή αναζήτηση
N. Lygeros
Σηκωθήκαμε με τη μέρα και τον ήλιο της δικαιοσύνης. Οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί και άδειοι. Μόνοι μας περπατούσαμε με το ρυθμό του πόνου. Δεν ξέραμε τι αναζητούσαμε ακριβώς. Έπρεπε όμως να το βρούμε σε αυτήν την πόλη. Τα βιβλία ήταν σπάνια και τα χειρόγραφα ακόμα περισσότερο. Ρωτούσαμε τους αγνώστους για το άγνωστο και δεν ήξεραν ούτε το όνομα. Ένας ολόκληρος λαός ζούσε πάνω στον ανύπαρκτο δίχως να το αντιλαμβάνεται. Υπήρχαν ίχνη σε μερικά βιβλιοπωλεία όπου το παρελθόν κυριαρχούσε πεθαίνοντας. Εκεί βρήκαμε την πρώτη απτή αναφορά μέσα σ’ ένα εξαντλημένο βιβλίο. Μια κουρασμένη κυρία μίας άλλης εποχής θυμόταν ονόματα που δεν είχαν πια νόημα. Ζούσαμε μία εφαρμογή της θεωρίας της πληροφορίας. Κανείς δεν μπορούσε ν’ ανατρέψει τη θερμοδυναμική αρχή. Εκτός βέβαια αν άλλαζαν τα αξιώματα. Ποιος όμως θα το τολμούσε; Κανείς. Αυτό τουλάχιστον νομίζαμε πριν διαβάσουμε τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης. Ο ανύπαρκτος λαός είχε βρει μία παράξενη παραλλαγή. Ήταν ακόμα άγνωστη για τους περισσότερους. Μα οι περισσότεροι δεν δημιουργούσαν το μέλλον διότι ξεχνούσαν το παρελθόν. Η κουρασμένη κυρία μάς έδειξε το μικρό βιβλίο. Ελάχιστες σελίδες για την περιγραφή της ουσίας. Υπήρχε όμως η αναφορά στην παράξενη παραλλαγή. Μερικές γραμμές, μερικοί τύποι, όλα κι όλα δύο παράγραφοι. Ήταν τα πρώτα ίχνη της απόδειξης. Χαμογελάσαμε για πρώτη φορά. Ο κόπος μας δεν πήγαινε χαμένος. Κρατούσαμε στα χέρια μας ένα στοιχείο της απόδειξης. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει τώρα. Μα ήμασταν και πάλι μόνοι. Η προσπάθειά μας δεν είχε νόημα για τον κόσμο. Ήμασταν δύο ξένοι μέσα σε μία ξεχασμένη πόλη γεμάτη ζωντάνια και καθημερινότητα. Διασχίσαμε τις πλατείες της μοναξιάς όπου σύχναζαν μόνο τ’ αγάλματα της μνήμης και φθάσαμε σ’ ένα άνοιγμα μιας παρτίδας που κανείς δεν είχε παίξει ακόμα. Τα κομμάτια ήταν στη θέση τους. Και το κτίριο έμοιαζε μ’ ένα διπλό πύργο δίχως αξιωματικούς. Μόνο τα πιόνια είχαν τοποθετηθεί. Αλλάξαμε γωνιά για ν’ αναγνωρίσουμε το τετράγωνο της λήθης. Ήταν όπως η παλιά γκραβούρα του παλαιοπωλείου. Έλειπε μόνο το χρώμα του αοράτου. Πάνω στους τοίχους διαβάσαμε τα σκαλιστά ονόματα. Κάποιος τα είχε σφηνώσει μέσα στη λήθη της κοινωνίας. Μόνο η πέτρα δεν τα είχε ξεχάσει. Κι εμείς για πρώτη φορά νιώσαμε τη χαρά της μοιρασιάς. Οι νεκροί είχαν αφήσει για τους αγέννητους το στίγμα της νοημοσύνης. Πριν αναχωρήσουμε, εξετάσαμε όλο το διπλό πύργο. Θέλαμε ν’ αποθηκεύσουμε κάθε μνήμη του μέλλοντος. Ήμασταν πια υπεύθυνοι για τη λήθη των ανθρώπων. Έπρεπε να βρούμε τα αρχεία της πόλης για να εξακριβώσουμε τη θεωρία μας. Κάναμε μία πρώτη αναγνώριση για να βεβαιωθούμε. Δίπλα από το Πανεπιστήμιο όπου αντιγράψαμε τη διατριβή της ασυνέχειας, βρήκαμε τα περίφημα αρχεία. Έπρεπε να σπάσουμε ένα νέο κώδικα.