19974 - Παράξενη πεμπτουσία
Ν. Λυγερός
Συνέχισε την πορεία του με τα πόδια.
Το επόμενο μοναστήρι δεν ήταν μακριά.
Άκουγε τον παραμικρό θόρυβο.
Εδώ η φύση είχε εκδικηθεί.
Κατάλαβε πως είχε γίνει σεισμός.
Μέσα στο μοναστήρι είδε πέτρες.
Πάνω σε κορμιά.
Οι βάρβαροι δεν είχαν αντέξει
το βάρος της μνήμης.
Αμέτρητα τα θύματα.
Κι όμως δεν είδε πληγές
πάνω στο μοναστήρι.
Λες και το είχε προστατέψει
ο ξαφνικός σεισμός
την ώρα της εισβολής.
Όμως δεν είδε κανέναν.
Σκέφτηκε τους καλόγερους.
Αποκλείεται να το είχαν εγκαταλείψει.
Κάπου έπρεπε να κρυβόταν.
Τότε θυμήθηκε τα σκαλιά
που οδηγούσαν στη βιβλιοθήκη.
Μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε ν’ ανέβει.
Δεν υπήρχε χώρος για δεύτερο.
Κι εκεί στον όροφο θα έπρεπε
ν’ αντιμετωπίσει όλους τους άλλους.
Ανέβηκε προσεχτικά.
Με το σπαθί στο χέρι.
Σχεδόν αθόρυβα.
Δεν ήθελε να τους φοβίσει.
Κι έπρεπε να τους προειδοποιήσει.
Έτσι άρχισε τον ύμνο της Υπερμάχου.
Περπατούσε αργά με το ρυθμό.
Και χαμογέλασε μόνο όταν άκουσε
το ισοκράτημα των καλόγερων.
Ήταν όλοι εκεί.
Έτσι αντίκρισε το πρόσωπο
που ήταν σπαθί.