19865 - Η μάχη της Ανθρωπότητας

Ν. Λυγερός

Ήταν δύσκολο ν’ ακούσεις κάτι μέσα στο θόρυβο της κοινωνίας.
Υπήρχε όμως η μουσική που δεν είχε ξεχάσει.
Τουλάχιστον αυτό φαινόταν από τον λυράρη.
Εδώ και αιώνες κρατούσε τη λύρα με το αριστερό χέρι
στο δεξί είχε πάντα το δοξάρι όταν δεν υπήρχε ανάγκη.
Κι όταν ήταν απαραίτητο το άφηνε για το σπαθί.
Είχε καιρό να δει τον πολεμιστή.
Κι ήξερε τι σήμαινε αυτό το σημάδι.
Δεν έκανε καμία παράξενη κίνηση,
συνέχιζε να παίζει
σαν να μην είχε γίνει τίποτα.
Κι όμως είχε γίνει.
Δεν ήξερε τι.
Αλλά σίγουρα είχε γίνει.
Οι άλλοι χόρευαν μέσα στην πλατεία του χωριού.
Αυτή ήταν η συνήθεια.
Και αυτή σκότωνε τη σκέψη.
Ο πολεμιστής τον πλησίασε χωρίς να μιλήσει.
Άκουγε την μουσική του παρελθόντος.
Κάποιος έπρεπε να θυμηθεί για το μέλλον.
Και αυτός θα ήταν ο μουσικός.
Μόνο που ο μουσικός δεν ήταν μόνο αυτό.
Ήταν μαχητής της ομάδας του.
Είχαν ζήσει πολλά μαζί.
Κι είχαν εκτελέσει όλες τις αποστολές.
Για να ζήσουν ελεύθεροι οι άνθρωποι.
Κι αυτοί ήξεραν για τις θυσίες τους.
Μόνο η κοινωνία του θορύβου δεν ήξερε
αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία.
Ποτέ δεν είχε.
Εδώ και αιώνες.
Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει;
Οι πιστοί βέβαια.
Κι όλοι αυτοί που έλεγαν ότι πίστευαν
δίχως να γνωρίζουν την ουσία.
Το φως έλαμψε πάνω στη λύρα.
Ήταν το στίγμα του ήλιου.
Συνέχιζε να είναι μαζί τους
ακόμα κι όταν σκοτείνιαζε.
Οι χορευτές κρατούσαν τον ρυθμό.
Και χαμογέλασε ο πολεμιστής.
Τότε μόνο χαμογέλασε ο λυράρης.
Η αποστολή δεν θα άρχιζε αμέσως
θα είχαν λίγο χρόνο να συζητήσουν.
Αυτό σκέφτηκε.
Αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Είδε το βλέμμα του αετού.
Έτσι άκουσε για πρώτη φορά
για τη μάχη της Ανθρωπότητας.