18461 - Ο Μπόμποκ του Ντοστογιέφσκι στο Εσωθέατρο
Ν. Λυγερός
Σε μια δραματοποίηση και σκηνοθεσία του Τάσου Προύσαλη ζωντάνεψε στο Εσωθέατρο ο παράξενος ήρωας του ομώνυμου έργου του Ντοστογιέφσκι. Αυτή η πράξη είναι τολμηρή από μόνη της και μάλιστα για δύο λόγους: το έργο δεν είναι από τα πιο γνωστά και το ύφος του, ως σατυρικό κείμενο, δεν είναι τόσο διαδεδομένο στον αναγνώστη του Ντοστογιέφσκι. Κι όμως η προσπάθεια του Τάσου Προύσαλη δεν είναι μόνο αξιόλογη. Συνεχίζοντας την αναζήτησή του στον εσωτερικό ανθρώπινο κόσμο, αυτή τη φορά παίζει το ρόλο του Ιβάν Ιβάνοβιτς. Αναγνωρίζουμε το υπόβαθρο του Στανισλάβσκι, αλλά υπάρχει ταυτόχρονα και μια προσφορά ακόμα πιο προσωπική. Γνωρίζει το έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, αφού έχει ήδη δραματοποιήσει Έγκλημα και Τιμωρία (1866) αλλά και το Υπόγειο (1864). Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε τον Μπόμποκ το 1873, δηλαδή μετά τον Ηλίθιο (1869) και τους Δαιμονισμένους (1872). Αυτό το πλαίσιο μας δίνει και μια εικόνα που έρχεται καθαρά σε αντιπαράθεση με το κωμικό στοιχείο του έργου. Αλλά το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι είναι πολυπλοκότερο από τις απλοϊκές αναλύσεις κι εμπεριέχει και αυτό. Με άλλα λόγια το Εσωθέατρο μας επιτρέπει να ερευνήσουμε και αυτήν την πτυχή του έργου του. Ειδικά όταν έχουμε στο νου μας τι έζησε στην εξορία, στη Σιβηρία και τι έγραψε στις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (1861). Κι όμως, αυτός που έζησε τις εικονικές εκτελέσεις, ήταν ικανός να γράψει τον Μπόμποκ που περιγράφει τις εσωτερικές σκέψεις ενός αποτυχημένου συγγραφέα που ζει ο δύστυχος, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, τις ψευδαισθήσεις που αναδείκνυαν τον πνευματικό του κόσμο. Και σε αυτό το πεδίο το σκηνικό του Αντώνη Πάσσαρη βοηθάει αφάνταστα τον θεατή και με τη βιβλιοθήκη και με το νεκροταφείο. Διότι μας βάζει στον μικρόκοσμο του συγγραφέα που είναι εγκλωβισμένος σε τέσσερις τοίχους κι ακούει τις φωνές ανθρώπων εγκλωβισμένων μέσα στη γη, στον τάφο τους. Έτσι έχουμε καταστάσεις που είναι ανάλογα με την περίπτωση, ανάλαφρες, αστείες, συγκινητικές, κωμικές, σατιρικές ακόμα και αισθησιακές με το χιούμορ του Ντοστογιέφσκι βέβαια. Κι έρχονται μέσα σ’ αυτό το σύμπαν τρεις περίεργες παρεμβάσεις που εκτελούνται αποτελεσματικά από τη Χρυσή Γεράρδη και τη Μαρία Θεοφιλάτου με τρόπο πικάντικο κι άκρως ζωντανό, οι οποίες δημιουργούν με τον Τάσο Προύσαλη, εκπληκτικά ντουέτα που μας αγγίζουν, αφού μας αναγκάζουν να γελάσουμε και να λυπηθούμε. Διότι η ανθρώπινη προσέγγιση γίνεται από τη γυναικεία πλευρά του συγγραφέα και του νεκροθάφτη. Κι οι δύο μας ξαφνιάζουν με τη διάθεσή τους και με τα όπλα που χρησιμοποιούν, για να καταπιέσουν τρυφερά αλλά έντονα τον καημένο και χαρούμενο συγγραφέα που αναρωτιέται συνεχώς πού είναι τα όρια αυτής της περίεργης πραγματικότητας. Έτσι βγαίνουμε από την παράσταση έχοντας μπει σε νεκροταφεία, για να κρυφακούσουμε τα κουτσομπολιά των νεκρών, προσπαθώντας να μην κάνουμε θόρυβο, γιατί ένα φτέρνισμα μπορεί να τους φοβίσει. Αφού αυτοί οι νεκροί συνεχίζουν να παίζουν χαρτιά και να συζητούν. Γιατί η παράσταση ενθαρρύνει τον θεατή να μάθει την συνέχεια από το βιβλίο του συγγραφέα που μας συγκινεί μ’ έναν διαφορετικό τρόπο μέσω του θανάτου, για να απολαύσει πιο ανθρώπινα το δώρο της ζωής.