1830 - Το μοντέλο του Schopenhauer
Ν. Λυγερός
«Γνωρίζουμε λοιπόν όλοι, πως όσο περισσότερο προικισμένος είναι ένας άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη κατάρα τον δέρνει. Γιατί αυτός βλέπει τους άλλους να μην έχουν γνώσεις, να είναι ελεεινοί και μικροί, όσο και αυτοί τον βλέπουν ανώτερο και άπιαστο. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι δυνατόν να εκφράζει αυτήν τη γνώμη του για τους άλλους, φθάνει σε ένα όριο και σταματάει. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Άραγε, όπως φαίνεται, είναι ένας απομονωμένος και μοναχικός άνθρωπος, καταδικασμένος να ζει σε ένα νησί όπου δεν απαντάει κανέναν και ο κάθε πίθηκος από μακριά τού μοιάζει για άνθρωπος;» Με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται ο Schopenhauer στο βιβλίο του με τίτλο Ο άνθρωπος και η κοινωνία. Η παράγραφος παρουσιάζεται ως ακραία για αυτούς που ονομάζονται άνθρωποι και δεν έχουν διαβάσει το έργο του και δεν γνωρίζουν τη ζωή του φιλόσοφου. Ενώ μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πόνος του είναι πιο προσιτός και κατανοητός. Υποφέρει ο άνθρωπος μόνο, διότι το άτομο είναι ευτυχισμένο. Η σημαντικότερη διαφορά προέρχεται από την ύπαρξη της κοινωνίας, η οποία λειτουργεί μόνο και μόνο για το άτομο. Μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας, ο άνθρωπος είναι εξ ορισμού απομονωμένος, ειδικά αν είναι προικισμένος ή με ειδικές ανάγκες. Η ελευθερία του ως πολιτικό ον δεν έχει νόημα για την κοινωνία. Εκείνη αδιαφορεί για την οντότητά του, σημασία έχει να μην υπάρχει διαφορά. Διότι η διαφορά κάνει τη διαφορά και υπάρχουν επιπτώσεις πάνω σε όλο το σύνολο. Η κοινωνία αδιαφορεί για την ανάδειξη και την εξέλιξη των ανθρώπων εφόσον ο σημαντικότερος στόχος της είναι η διατήρηση του συστήματος. Τα προικισμένα άτομα είναι εξ ορισμού επικίνδυνα ακόμα και αν οι εφευρέσεις οφείλονται σε αυτά. Επιπλέον, αν η ανθρωπιά τους έλθει σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της κοινωνίας, τότε είναι καταδικασμένα. Το επιχείρημα της ανωτερότητας δεν ισχύει διότι προβάλλεται μόνο μονόπλευρα. Οι γυάλινοι πύργοι είναι ισχυροί διότι τους παράγει η κοινωνία για να αποφύγει την ανάμειξη των προικισμένων με τα προβλήματα. Η αυτάρκεια των έργων των προικισμένων ενοχλεί την εξειδίκευση της καθημερινότητας. Η παράγραφος του Schopenhauer εξηγείται καλύτερα μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο και ερμηνεύεται ως μια απεγνωσμένη προσπάθεια του φιλόσοφου να εκφράσει τα δεινά της μοναξιάς των ανθρώπων μέσα στην αδιαφορία της μάζας. Οι άνθρωποι, σπάνιοι εξ αρχής, δεν μπορούν παρά μόνο να ζήσουν διαχρονικά και συνεπώς δεν υπάρχουν μέσα στο παρόν της κοινωνίας. Ο μόνος στόχος και σκοπός τους δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η εξέλιξη της ανθρωπότητας. Αυτή πρέπει να ξεπεράσει τα εμπόδια της εξουσίας της κοινωνίας. Ο Schopenhauer βρίσκεται στο πλαίσιο της ουσίας και μόνο εκεί τα νοητικά σχήματα είναι εντελώς διαφορετικά από τα συμβατικά. Και για να κρίνουμε τον φιλόσοφο, πρέπει να εισχωρήσουμε στη νοόσφαιρα της ανθρωπότητας και όχι στο δόγμα της κοινωνίας.