18209 - Το δεύτερο άσμα του Ερωτόκριτου
Ν. Λυγερός
Το δεύτερο άσμα του Ερωτόκριτου δεν είναι απλώς η περιγραφή ενός κονταροχτυπήματος, αλλά κομμάτια της ιστορίας ενσωματωμένα με τρόπο αριστοτεχνικό μέσα στο μυθιστόρημα, πριν αυτό αποκτήσει τη σύγχρονη έννοιά του. Διότι το κονταροχτύπημα δεν είναι ιδιαίτερα απαραίτητο στην πλοκή της υπόθεσης, αλλά ανάλογα με τη γραφή του Θερβάντες, ο Κορνάρος αξιοποιεί κάθε περίπτωση, δημιουργεί την απαιτούμενη κατάσταση, για να διηγηθεί περισσότερα ακόμα, διότι στην ουσία ξεχειλίζει μέσα του μία εγκυκλοπαιδική τάση που θέλει να εξηγήσει κι όχι μόνο να καταγράψει. Χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία για να ερευνήσει πτυχές της ιστορίας, όταν αυτή κινδυνεύει λόγω ενός κοινού και διαχρονικού εχθρού. Έτσι ενώ οι παραστάσεις και οι εκφράσεις που χαρακτηρίζουν την ερωτική ζωή των ιπποτών που συμμετέχουν σε υποτίθεται ένα κλασικό κονταροχτύπημα, βλέπουμε ήδη από τις περιγραφές των πανοπλιών, ότι ο Κορνάρος θέλει να μας πει περισσότερα και είναι ακριβώς αυτό το πλαίσιο της ιστορικής παρατήρησης του Egil Danielsen. Πρέπει να κρατήσουμε μία απόσταση από το κείμενο, όπως έλεγε ο Leonardo da Vinci, για να αντιληφθούμε το βάθος και το υπόβαθρο του έργου. Οι σχέσεις αυτές φαίνονται στις εκδοχές κάθε μάχης. Ενώ αυτό δεν ήταν απαραίτητο. Όταν ο Schliemann έλεγε ότι έβλεπε περισσότερα πράγματα στην Ιλιάδα του Ομήρου από απλώς ένα κείμενο, τον χλεύαζαν οι ειδικοί που το είχαν μόνο ως μια μυθοπλασία, αλλά είναι αυτός που ανακάλυψε την Τροία και τις Μυκήνες. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Danielsen, διότι βέβαια οι ειδικοί φιλόλογοι δεν είδαν απολύτως τίποτα σε αυτό το άσμα, γιατί προτιμούν τα τρία ερωτικά Α, Γ και Ε και δεν εξέτασαν τον πλούτο του δεύτερου άσματος, ενώ υπάρχει, διότι ο Κορνάρος, σαν τον Θερβάντες δεν ήταν μόνο συγγραφείς.