12462 - Κάστρα Θάλασσας
Ν. Λυγερός
Το νησί ήταν μικρό για τους ανθρώπους που δεν ήξεραν ν’ αγαπούν. Για τους άλλους ήταν ο κόσμος τους. Ήταν στο ίδιο σημείο εδώ και αιώνες καρφωμένο μέσα στην θάλασσα απέναντι στον εχθρό που είχε έρθει πιο κοντά δίχως να το φοβίσει. Και πάνω στη γη του δεν υπήρχε ίχνος καταπάτησης, γιατί η φύση δεν το είχε επιτρέψει. Μόνο στην άκρη της θάλασσας κάτω από το κάστρο υπήρχε μία πληγή για να θυμίζει στους επιζώντες ότι το παραμικρό λάθος σε αυτήν την απόσταση είχε επιπτώσεις. Κανείς δεν μπορούσε να αποφύγει το λιμάνι κι όλοι περνούσαν από αυτό το θαλασσινό πέταλο για ν’ αφήσουν το ανθρώπινο ίχνος στα όρια της γης και για να μην ξεχάσουν την καταγωγή τους. Τα σπίτια ήταν το ένα δίπλα από το άλλο, όπως κάθονταν οι άνθρωποι στην προκυμαία όταν έρχεται ή φεύγει ένα καράβι με τους δικούς μας. Δεν περίμεναν μόνο, ένιωθε κάποιος την ετοιμότητά τους όταν τα κοίταζε προσεχτικά λες και έλυνε ένα αίνιγμα. Όταν όμως μπορούσες να πετάξεις όλα ήταν διαφορετικά, γιατί τότε το μέγιστο γινόταν ελάχιστο κι όλα τα στοιχεία έπαιρναν ένα άλλο ύφος, γιατί όλα είχαν σημασία για όποιον ήθελε να παράγει έργο δίχως να περιμένει οδηγίες που δεν θα έρχονταν ποτέ. Για τα γεράκια και τον αετό το νησί είχε γίνει η βάση τους ακόμα κι αν μερικά δεν ήξεραν από ποιον αιώνα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η χιλιετία προχωρούσε δίχως να σταματά πάνω στα εμπόδια που αποτελούσαν οι κοινωνίες. Το απέραντο γαλάζιο περίμενε σιωπηλά το βάθος της σκέψης, για να ενεργοποιηθεί και να συμμετάσχει και αυτό στην εξέλιξη των πραγμάτων. Έτσι το κάστρο θάλασσας δεν ήταν πια σε αναμονή αλλά σε ετοιμότητα. Κι αν υπήρχαν σύννεφα ποτέ δεν παρέμειναν πολύ λόγω των ισχυρών ανέμων που περνούσαν πάνω από το νησί. Γιατί και ο ήλιος της δικαιοσύνης ήταν πάντα κοντά του για να συμμετέχουν όλα τα στοιχεία στην άμυνα του φάρου.