11419 - Ο μικρός οπλίτης
Ν. Λυγερός
Η ορειχάλκινη ασπίδα ήταν πολύ βαριά για τον μικρό οπλίτη.
Την εξέτασε με περιέργεια.
Αναρωτιόταν πώς θα τον προστάτευε.
Αφού δεν μπορούσε ούτε καν να την σηκώσει.
Ξαφνικά εκείνη τη στιγμή άκουσε μια κραυγή!
Φοβήθηκε.
Αλλά δεν το έδειξε.
Τότε ακολούθησε ένας θόρυβος.
Ένα δόρυ ερχόταν καταπάνω του.
Γρήγορα σήκωσε την ασπίδα δίχως να σκεφτεί το βάρος.
Ίσα ίσα που πρόλαβε να προστατευτεί.
− Μπράβο μαθητή.
Ήξερε αυτή τη φωνή αλλά δεν είπε τίποτα.
Συνέχισε να κρατά την ασπίδα του.
Τότε δέχτηκε ένα δεύτερο δόρυ.
Και πάλι η ασπίδα τον προστάτευσε.
− Δάσκαλε;
− Πες μου.
− Κατάλαβα το μάθημα.
− Τώρα ξέρεις ότι το βάρος της είναι η προστασία της.
− Κι αν ήταν ξύλινη;
− Θα ήσουν Πέρσης κι όχι Έλληνας.
− Και στη μάχη;
− Θα έχανες τη ζωή σου.
Ο μαθητής σηκώθηκε επιτέλους δίχως να αφήσει την ασπίδα.
Μόνο τότε ο δάσκαλός του, του έδωσε ένα σιδερένιο ξίφος.
Εκείνος φορούσε ήδη τη βαριά πανοπλία του και περικνημίδες.
Παντού ήταν λαβωμένη αλλά δεν την άλλαξε.
Την είχε ήδη στον Μαραθώνα.
− Έχω δικαίωμα τώρα;
− Ναι γιατί είσαι ζωντανός.
− Κι αν είχα πεθάνει δάσκαλε;
− Δεν θα ήσουν μαθητής μου.
− Μάλιστα, δάσκαλε.
− Το ξίφος κάνει τη διαφορά.
− Με το κοντό δόρυ.
− Ακριβώς και η διαφορά κάνει τη διαφορά.
− Και τώρα;
− Χτύπα με.
Ο μικρός οπλίτης παρέμεινε ακίνητος.
Δεν μπορούσε να χτυπήσει το δάσκαλό του.
Ακόμα κι αν ήταν αυτός που του το ζητούσε.
− Πρέπει να μάθεις.
− Μα δεν μπορώ.
− Τότε ούτε στη μάχη θα μπορέσεις.
− Θα είμαι δίπλα σας.
− Τότε δείξε μου την υπέρβαση που θα κάνεις.
Τότε ο μαθητής κατάλαβε ότι αν δε ακολουθούσε τον δάσκαλό του θα δείλιαζε μπροστά στον εχθρό.
Κι όταν σήκωσε το σιδερένιο ξίφος άρχισε το μάθημα του δασκάλου. Θα παρέμεναν ζωντανοί στην επόμενη μάχη.