1059 - Ο άγγελος που δεν είχε φτερά
Ν. Λυγερός
Έμοιαζε με άνθρωπο. Δεν ήταν όμως. Έμοιαζε με όλους μα κανείς δεν του έμοιαζε. Δεν ήξερε τι σημαίνει ζωή και συνεπώς δεν ζούσε. Αργοπέθαινε.
Στον ηλεκτρικό κοίταζε τους επιβάτες με έναν παράξενο τρόπο. Έψαχνε ανθρώπους.
Ήταν σαν να διάβαζε ένα μεγάλο βιβλίο ψάχνοντας σπάνιες λέξεις. Κάθε στάση ήταν ένα κεφάλαιο. Έβγαιναν λέξεις. Έμπαιναν λέξεις. Στο τέλος πάντα τα ίδια.
Εκείνη τη μέρα όμως στη στάση του Μοναστηρακίου άνοιξε ένα καινούργιο κεφάλαιο. Στην αρχή δεν το πρόσεξε. Χρειάστηκαν πολλά άτομα για να τον αντιληφθεί. Ήταν καθισμένος, το κεφάλι του ακουμπισμένο πάνω στο παράθυρο.
Ήταν μέσα μα κοίταζε έξω. Αυτό νόμιζε. Όμως όταν αντίκρισε την αντανάκλαση του βλέμματός του κατάλαβε το λάθος του.
Τον έβλεπε που αργοπέθαινε μέσα στο πλήθος και θέλησε να του πει ότι δεν ήταν μόνος κι ότι αυτή ήταν η ζωή. Τον λυπήθηκε όμως και απλώς τον κοίταξε. Δεν ήταν γέρος, ούτε νέος. Ήταν μικρός και μεγάλος. Ένα μικρό κορμί με μια μεγάλη ψυχή. Και δεν ήταν πια παρά μια ψυχούλα. Ένιωθε άβολα κι εκείνος του χαμογέλασε μέσα στο τζάμι.
Ήταν το πρώτο χαμόγελο. Έβλεπε χιλιάδες χείλη όμως κανένα δεν του χαμογελούσε.
Αυτό ήταν το πρώτο, μπορεί και το τελευταίο. Θέλησε να του μιλήσει μα δεν τόλμησε. Δεν ήξερε τι να του πει.
Άκουγε τη μοναξιά της ψυχής του και της απαντούσε με τη σιωπή του. Στην Ομόνοια, το διπλανό κάθισμα έμεινε άδειο.
Τον έβλεπε δίπλα σ’ αυτήν τη μικρή κενή κλίνη και θυμήθηκε τον άγνωστο στρατιώτη. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Στο τέλος αποφάσισε να γεμίσει το κενό της θέσης με το κενό της ζωής του.
Όταν κάθισε δίπλα του, ο ώμος του ακούμπησε το δικό του και πόνεσε. Οι πληγές του δεν είχαν κλείσει ακόμα όμως δεν είπε τίποτα ή μάλλον του ξέφυγε ένα δεν πειράζει ως απάντηση στο συγγνώμη.
Άθελα του χτύπησε τον ώμο του. Πραγματικά δεν το ήθελε αλλά ήθελε τόσο πολύ να καθίσει δίπλα που δεν υπολόγισε την κίνησή του.
Άπονη ζωή.
– Πού μένετε;
– Έμενα στον Παράδεισο…
– Και τώρα μετακομίσατε στο κέντρο;
– Ήταν μακριά…
– Εδώ όλα είναι κοντά.
– Ναι, όλα.
– Όμως νιώθω μόνος.
– Τώρα θα κατεβούμε μαζί.
Άπλωσε το χέρι του. Ήταν η πρώτη φορά που αγκάλιαζε άνθρωπο. Δεν τον εμπόδιζαν πια τα φτερά του.