10178 - Ελληνικοί υδρογονάνθρακες και νομοθεσία (με Η. Κονοφάγο και Τ. Φωκιανού).

Η. Κονοφάγος, Ν. Λυγερός, Τ. Φωκιανού

Για να γίνει εντελώς κατανοητό το καθεστώς της έρευνας και της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στην ελληνική ΑΟΖ και να αποδείξουμε ότι οι απολαβές θα αφορούν αποκλειστικά το ελληνικό κράτος, πρέπει να εξετάσουμε το αρχικό πλαίσιο της οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 94/22/ΕΚ στις 30 Μαΐου 1994, η οποία έχει υπογράψει την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές για τον εφοδιασμό της σε υδρογονάνθρακες, εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να ενθαρρυνθεί η καλύτερη δυνατή αναζήτηση, εξερεύνηση και πόρων που βρίσκονται στην Κοινότητα.
«Εκτιμώντας:
ότι η εσωτερική αγορά αποτελεί ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών , των προσώπων και των κεφαλαίων ότι πρέπει να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα για τη λειτουργία της
ότι, στο ψήφισμά του της 16ης Σεπτεμβρίου 1986 (4), το Συμβούλιο όρισε ως στόχο της ενεργειακής πολιτικής της Κοινότητας και των κρατών μελών την καλύτερη ολοκλήρωση, χωρίς εμπόδια στις συναλλαγές, της εσωτερικής αγοράς της ενεργείας, προκειμένου να βελτιωθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού, να μειωθεί το κόστος και να ενισχυθεί η οικονομική ανταγωνιστικότητα
ότι η Κοινότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές για τον εφοδιασμό της σε υδρογονάνθρακες ότι είναι ως εκ τούτου σκόπιμο να ενθαρρυνθεί η καλύτερη δυνατή αναζήτηση, εξερεύνηση και παραγωγή των πόρων που βρίσκονται στην Κοινότητα
ότι τα κράτη μέλη ασκούν κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα επί των πηγών υδρογονανθράκων στην επικράτειά τους
ότι η Κοινότητα έχει υπογράψει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θαλάσσης».

Αυτή η οδηγία οδήγησε την Ελλάδα να ψηφίσει το Νόμο 2289/1995, το Νόμο των υδρογονανθράκων. Πριν όμως αναλύσουμε αυτό το Νόμο, ο οποίος τροποποιήθηκε με το Νόμο 4001/2011, πρέπει να επισημάνουμε τη δεύτερη παράγραφο του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 2 της οδηγίας.
«Ωστόσο, για λόγους εθνικής ασφάλειας, τα κράτη μέλη δύνανται να αρνούνται την πρόσβαση στις δραστηριότητες αυτές καθώς και την άσκησή τους σε φορέα που ελέγχεται ουσιαστικά από τρίτη χώρα ή από υπηκόους τρίτης χώρας.»
Αυτή η ασφαλιστική δικλείδα είναι πολύ σημαντική για τη συνέχεια της ανάλυσής μας, αλλά για όλη τη διαδικασία που αφορά στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Το Άρθρο 2 έχει ως εξής
«Άρθρο 2
1. Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να ορίζουν, εντός των ορίων του εδάφους τους, τις περιοχές που διατίθενται για άσκηση δραστηριοτήτων αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων.
2. Εφόσον μια περιοχή διατίθεται για την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν χωρίς διακρίσεις την πρόσβαση των φορέων και την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών.»

Ο Νόμος 4001/2011 μέσω της παραγράφου 1 του Άρθρου 156 τροποποίησε το Άρθρο 2 του Νόμου 2289/1995 ως εξής:
«Το δικαίωμα αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων που υπάρχουν στις χερσαίες, στις υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές στις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία ασκεί αντιστοίχως κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως κυρώθηκε με το ν. 2321/1995 ανήκει αποκλειστικά στο Δημόσιο και η άσκησή του αφορά πάντοτε τη δημόσια ωφέλεια.»
Αντιλαμβανόμαστε με αυτή τη διατύπωση ότι η εθνική μας κυριαρχία βασίζεται και στην υπογραφή μας του Δικαίου της Θάλασσας του 1982, και στην κύρωση της σύμβασης από τη Βουλή των Ελλήνων το 1995. Επιπλέον, καθορίζει ότι οι υδρογονάνθρακες ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο. Η επόμενη παράγραφος επεξηγεί την έκφραση «υποθαλάσσιες περιοχές» και κάνει μια άμεση αναφορά και στην ΑΟΖ.

«Ως «υποθαλάσσιες περιοχές» νοούνται ο βυθός και το υπέδαφος των εσωτερικών υδάτων, της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ης κηρυχθεί) μέχρι την απόσταση των 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης.»

Τώρα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας πόσο σημαντική είναι η θέσπιση της ελληνικής ΑΟΖ και μάλιστα η επίσπευσή της, για να κατοχυρωθεί η ελληνική κυριαρχία και αποκλειστικότητα. Πάνω σε αυτό ακριβώς το όλο πλαίσιο πρέπει να ερμηνευτεί το Προεδρικό Διάταγμα στις 10 Φεβρουαρίου 2012, που έρχεται να συμπληρώσει το σκοπό και το καταστατικό της κρατικής και αποκλειστικής διαχείρισης των υδρογονανθράκων της Ελλάδας και της ΑΟΖ της. Είναι ουσιαστικά ένας τρόπος να κατοχυρώσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, για να μπορέσουμε να επενδύσουμε στρατηγικά πάνω σε αυτή τη νομοθεσία, η οποία ακολουθεί το Δίκαιο της Θάλασσας, την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την κύρωση της σύμβασης και προετοιμάζει τη θέσπιση της ελληνικής ΑΟΖ.

Article 2
Rights of the State over Hydrocarbons.
Research, exploration and production of Hydrocarbons.
Methods of granting the right.
Exploration and production pursuant
to a lease agreement
and a production sharing agreement.

  1. The rights to research, explore and produce hydrocarbons existing in onshore areas, sub lakes and submarine areas, where the Hellenic Republic has respectively sovereignty or sovereign rights, in accordance with the Unites Nation Convention on the Law of the Sea, as ratified with Law 2321/1995, belongs exclusively to the State and their exercise is always for the benefit of the public. The management of the rights of this paragraph on behalf of the State is exercised by HHRM S.A.

“Submarine areas” shall be the seabed and the subsoil of internal waters, the territorial sea, the continental shelf and the exclusive economic zone (once such is declared) and up to 200 nautical miles from the baselines from which the breadth of the territorial sea is measured.

In the absence of a delimitation agreement with neighboring states, whose coasts are adjacent or opposite to the Greek coasts, the outer limit of the continental shelf and of the exclusive economic zone (once such is declared) shall be the median line, each part of which shall be equidistant from the nearest points on the baselines (both continental and insular) from which the breadth of the territorial sea is measured.