68435 - Η λευκή νύχτα

Ν. Λυγερός

Είχε φέρει μαζί του το μαντολίνο αλλά δεν το έβγαλε από τη θήκη του. Άλλωστε ήξερε ότι προτιμούσε να το κάνει η ίδια σαν να ξετύλιγε ένα δώρο. Εδώ δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή άρα γεύτηκαν διαφορετικά τη διπλή τους χαρά. Οι ψυχές τους ήταν και πάλι ενωμένες στο νησί της Ρόδου που ήταν και πάλι ελεύθερο μετά από αιώνες. Ζούσαν το όραμα που της είχε  πει πριν από αιώνες. Τον κοίταξε καλά και τον φαντάστηκε χωρίς το κοστούμι του έτσι είδε και πάλι τον ιππότη χωρίς πανοπλία. Χωρίς να το αντιληφθεί παράγγειλε η ίδια δύο ποτήρια κονιάκ. Και κοίταξε προσεχτικά το χέρι του όταν χούφτωσε το χαρακτηριστικό ποτήρι για να το ζεστάνει και να αρχίσουν να σπάζουν τη μύτη της τα αρώματά του. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μοιραστούν  τη χαρά τους, τουλάχιστον σε αυτόν τον χώρο. Έτσι του πρότεινε να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο τους για να συνεχίσουν το έργο της ζωής τους χωρίς πια κανένα εμπόδιο. Όταν έφτασαν στο δωμάτιό τους είδαν ότι το τζάκι τους ήταν ήδη αναμμένο σαν να τους περίμενε. Έτσι αποφάσισαν ότι η πρώτη τους νύχτα μετά από τόσους αιώνες θα ήταν λευκή.