68167 - Όταν έπιασε το σπαθί

Ν. Λυγερός

Μετά τη δεξίωση επέστρεψαν. Η νύχτα ήταν ήρεμη. Δεν κυκλοφορούσε κανείς στους δρόμους και κανένας δεν ήρθε από την πλευρά τους. Κι επειδή είδε ότι δυσκολευόταν στην κατηφόρα την πήρε στην αγκαλιά του. Δεν ήθελε να πονά. Αυτή τον αγκάλιασε σφιχτά γιατί κατάλαβε την κίνηση του ιππότη της. Η οδός ήταν φωτισμένη μόνο σε μερικά σημεία και στο σκοτάδι ένιωθε μόνο αυτόν. Τότε της ήρθε η ιδέα να τον πειράξει. Της άρεζε να το κάνει ειδικά όταν δεν μπορούσε να πει τίποτα. Έτσι έπιασε το σπαθί του. Κατάλαβε την παράξενη κίνηση αλλά χαιρόταν όταν χαιρόταν. Δεν είπε τίποτα αλλά εκείνη ένιωσε την ανταπόκρισή του. Άλλωστε δεν μπορούσε να της κρυφτεί. Έτσι περπάτησαν έως τη στροφή. Εκεί την άφησε να βάλει τα πόδια της κάτω και την έπιασε διαφορετικά. Δηλαδή όπως το ήθελε εκείνη τη στιγμή για να γίνει η απόλαυση διπλή. Ήταν μέσα στο πέρασμα που φάνηκε πιο φωτεινό όταν συνήθισαν τα μάτια του. Δεν τον κοίταζε παρά μόνο όταν έφτασαν, εκεί του έδωσε ένα φιλί ενώ κρατούσε την παράξενη χειρολαβή.